Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Η ΘΡΗΣΚΟΛΗΨΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ


Η ΘΡΗΣΚΟΛΗΨΙΑ
ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
β΄ μερος




Έγραψε στις 28.05.2012 ο/η: Σιμόπουλος Κυριάκος
11311 προβολές

Επιστροφή


Επιστρέψτε στο Α΄μέρος τού άρθρου
κάνοντας κλικ εδώ.


Ο Μακρυγιάννης βυθίζεται στον σελαγισμό τού υπερκόσμιου τοπίου. «Νύχτα και ημέρα βλέπω όθεν στέκω ένα φως... τηράγω απάνω βλέπω την αγίαν Τριάδα κατάμαυρη και ο εσταυρωμένος εις την μέση» (σ. 102, 191, 192). Εξουθενωτικό παραλήρημα. «Αυτό βλέποντας... εχάθηκα όλως δια όλου και θάμπωσε το μυαλό μου και τα μάτια μου δεν έβλεπαν ανοιχτά τα θάματα (σ. 194)... και το κεφάλι μου χτυπάγει και με ξίδι το βρέχω και μυρίζομαι. Βήκα και τούτην την νύχτα και τηράγω τον ουρανόν και βλέπω... όσα έβλεπα μέσα και ένα μεγάλον σταυρόν και έφεγγε. Και τελείωσα και μπήκα μέσα, ότι κουράστηκα πολύ» (σ. 195). Βλέπει ακόμα, πως πέθανε και αναστήθηκε «ως τον Λάζαρον» (σ. 141).





Η ετοιμοθάνατη γυναίκα του νεκρανασταίνεται με θαυμαστό τρόπο ύστερα από δέηση τού Μακρυγιάννη στην Παναγία. Γράφει με αίσθημα υπεροχής και οίκτου απέναντι στους γιατρούς. «Ήρθαν οι παπάδες, διάβασαν, και σηκώθη εντελώς, ήρθαν ιατροί, μού είπαν έγινε μεταβολή. Εγώ δεν τους είπα τίποτας απ΄αυτά. Τους πλέρωσα και τους ευκαρίστησα, κι εγώ και ο άρρωστος γνωρίσαμεν τον αληθόν γιατρόν» (Οράμ., σ. 134).



«Καλιγωμένη γάτα» ο Σατανάς
Ζει σε αποκαλυπτική ατμόσφαιρα. Οραματίζεται στα σκοτεινά. Βλέπει και το
Σατανά. Κακομούτσουνος και ήθελε να τόν «μαγαρίσει». Αλλά τον ξόρκισαν οι άγιοι. «Σύρε εις το πύρι το εξώτερο... ήτον και ένας γάιδαρος και μού κούναγε τό κεφάλι του». Ο πειρασμός (σ. 152. Μια άλλη φορά ο Σατανάς εμφανίζεται στον Μακρυγιάννη μεταμορφωμένος σε «καλιγωμένη γάτα», σ. 128). Ταξιδεύει στην Τήνο πετώντας πάνω σε ένα σεντόνι ή σε πανί, πανί καραβίσιο (σ. 72, 85, 119). Μέ μαγικό τρόπο φθάνει στην Αγιά Σοφιά και στον Άγιο Τάφο. Με συντροφιά τον θεό και τον Χριστό (σ. 140). Στό ναό τής Τήνου ακούει τις εικόνες να τρίζουν. Οι ίδιοι τριγμοί και στο εικονοστάσι τού σπιτιού του (σ. 49).

Οι συνάξεις των ιερών ενοίκων τής σάλας του
Η Ελλάδα διατελεί υπό την προστασία τού θεού, η Αθήνα είναι πρωτεύουσα τού ουράνιου βασιλείου, το σπίτι τού Μακρυγιάννη έχει ορισθεί με θεϊκή βούληση «καθέντρα» τού παντοκράτορα, τής Θεοτόκου και των αγίων (σ. 61,88, 101,111, 154). Κάθε τόσο πραγματοποιείται στη σάλα τού Μακρυγιάννη κάποια ιερή σύναξη. Εκεί γίνεται και η Ανάσταση (σ. 138). Κι όταν πρόκειται να εγκαταλείψουν την «καθέντρα» οι ουράνιοι ένοικοι, ο θεός, ο Χριστός και η Παναγία για περιοδεία, ειδοποιόταν εγκαίρως ο Μακρυγιάννης. «Ο αφέντης θα λείψει τρεις μέρες, πάγει στην Φραγκιά» (σ. 140), η Παναγία πήγε στην Τήνο, «στο σπίτι της».

Ο Γιαχβέ «ταχταρίζει» το γιο του
Ο Μακρυγιάννης είναι πια μέλος τής θεϊκής οικογένειας. Τον μεταλαβαίνει ο  Άγιος Βασίλειος και τού δίνει άρτον - «μόνον εμένα» (σ. 85). Είναι «καθέντρα» στο σπίτι σου, λέει ο Χριστός. Κι όσοι σε κατατρέχουν -και σένα και την πατριδα σου και τη θρησκεία σου- «πάνε κόντρα τής θελήσεὡς μου» (σ. 85). Η Παναγία και οι άγιοι δίνουν οδηγίες και πληροφορίες στον Μακρυγιάννη. Ορίζουν πότε θα βαφτιστούν τα νεογέννητα παιδιά του, τα ονόματα, τους αναδόχους (σ. 87). Όταν αρρώστησε η γυναίκα του, φρόντιζαν τα νήπια οι επουράνιες δυνάμεις. «Πήγαινε η χάρη της και έπαιρνε το Δημήτρη εις τα χέρια και η αγία Κατερίνη το άλλο, και τα συγύριζεν (σ. 122). Είδε το θεό να «ταχταρίζει» ένα από τα παιδιά του, «να το παίρνει εις τα χέρια του και να τον ευλογάει και να τον χαϊδεύει και να γελάει» (σ. 141).

Άλλοτε τον επικρίνουν ζωηρά, γιατι δέν συνευρίσκεται με τη γυναίκα του -«αυτό δέν είναι αμάρτημα... είναι το πρώτον μυστήριο τού θεού» (σ. 77-104)- άλλοτε τον αποτρέπουν -«με ζύγωσαν κοντά οι άγιοι. Μού είπαν αλάργα»- τον πιέζουν να ράψει καινούργια ενδυμασία - «Γιάννη, να φκιάσεις τής φαμελιάς σου ένα φόρεμα και να φκιάσεις και δικιά σου» (σ. 138).

Χαφιέδες ουράνιοι προστάτες
Τον ενημερώνουν για τα πολιτικά παρασκήνια, για τα τεκταινόμενα στο παλάτι, για τις επιβουλές. Είναι πράκτορες και πληροφοριοδότες του - «τα μάθαινα και από τους αγίους» (σ. 75). Ο θεός είναι πολιτικός του σύμβουλος και σύμμαχος, επεμβαίνει στις κομματικές διαμάχες και κατατρέχει τους εχθρούς τού Μακρυγιάννη. «Ο θεός νεκρώνει και οργίζεται τον Μαυροκορδάτο και Κωλέτη» (σ. 83, 126-127). Οι άγιοι τον προειδοποιούν για συνωμοσίες, κινήματα, δολοφονίες (σ. 86).

Έχει αναπτυχθεί μεγάλη οικειότητα ανάμεσα στον Μακρυγιάννη και τους ουράνιους προστάτες του, «Εγώ αναχωρώ Γιάννη», τού λέει ο Χριστός (σ. 72). Οι άγιοι χωρατεύουν μαζί του (σ. 95). Η Παναγία τού δίνει μια «κατακεφαλιά» (σ. 142). Έρχεται μια γυναίκα και λέει στον Μακρυγιάννη: «Τρέξε, σε θέλει γρήγορα η Ελένη. Ποια Ελένη; τής λέγω. Η μητέρα τού Κωνσταντίνου, τού σημαιοφόρου τού σταυρού» (σ. 131).

Δρ Γιαχβέ και άγιοι γιατροί
Η Παναγία και οι άγιοι έχουν αναλάβει και την ιατρική περίθαλψη τής οικογένειας Μακρυγιάννη. Δεν πιστεύει ο στρατηγός στην ιατρική επιστήμη. Ένας είναι ο γιατρος ο μεγάλος, ο θεός (σ. 43). Θεράποντες ιατροί ο Χριστός, η Παναγία, οι άγιοι. «Με κάτι με άλειψαν και μού΄δωσαν και ήπια και μού πέρασε (σ. 71)... κάτι μού έκαμεν και μού΄παψε (σ. 76)... και με πότισεν ένα γιατρικόν η χάρη της, ότ΄είχα βάρος εις την καρδιά μου, και έγινα καλύτερα» (σ. 118). Ο Χριστός και ο άγιος Στυλιανός πραγματοποιούν εγχείριση στο  μαστό τής γυναίκας τού Μακρυγιάννη.

Αυτοτιμωρίες, αυτοβασανισμοί
Φαντασιώσεις και πραγματικότητα διαπλέκονται αξεδιάλυτες. Καμμιά αμφιβολία, κανένας δισταγμός για τον Μακρυγιάννη. Όσο πληθαίνουν τα οράματα τόσο μεγαλώνει η επιθυμία του για ασκητική ζωή, αυτοτιμωρία, αυτοβασανισμό. Πιό πυκνές οι προσευχές, σκληρότερες οι νηστείες, πολλαπλασιάζονται οι γονυκλισίες και οι μετάνοιες. Είναι ο αίρων τας αμαρτίας. Θυσία και αυτοσυντριβή «δια το χατήρι τής ματοκυλισμένης μου πατρίδος και θρησκείας». Οίκτο βαθύ νιώθει η Παναγία για τον αυτοβασανισμό τού Μακρυγιάννη: «...τρύπησαν τα γόνατά του και τα χέρια του και σάπισαν τα σανίδια από τα κλάματά του. Τήρα το σανίδι πώς είναι» (σ. 100). Συνοδεύει με θρήνο τις επικλήσεις του. «Άρχισα εγώ και έκλαιγα και τώρα όπου σάς γράφω μουσκεύω το ίδιον το χαρτί (σ. 139)... τρέχαν βρύση δάκρυα καυτερά ... με ποταμούς δάκρυα» (σ. 213).

2.300 μετάνοιες τις καθημερινές, 4.660 τις επίσημες αργίες
Ώρες ολόκληρες γονατίζει κάτω από τα εικονίσματα κι επιδίδεται στη μονότονη  και επίπονη κίνηση πάνω κάτω, εκατοντάδες, χιλιάδες φορές, ακουμπώντας τις παλάμες με αναγυρισμένα δάχτυλα στο πάτωμα: «...κάνω τέσσερες ώρες, αυγή και βράδυ, εις την προσευχή μου, και όταν θα φύγω έξω από το σπίτι μου, και όταν θα γυρίσω, και όταν θ’ αποφάγω» (σ. 192). Μεγάλη Τετάρτη και Μεγάλη Παρασκευή 2.300 μετάνοιες «το μερόνυχτον» (σ. 165). Κι όλο ανεβάζει τον αριθμό. Στις καθημερινές 2.300, διπλάσιες κατά τις «πίσημες
ήμερες», δηλαδή 4.600 κάθε Κυριακή και γιορτή (σ, 213). Εξουθένωση. Δέεται, θρηνεί και δέρνεται: «...έκλαψα πικρά και βάρεσα πολλάκις τό κεφάλι
μου» (σ. 300).

Μάταιες οι προσπάθειες τής γυναίκας του να τον αναχαιτίσει. Κάποτε, που τον μάλωσε για την πολύωρη αυτή ενασχόληση, που παρατεινόταν και κατά τις νυχτερινές ώρες, τήν ξυλοφόρτωσε άγρια. «Απάνθρωπο κάμωμα», γράφει ο ίδιος «Αφού δεν την τελείωσα, την έδιωξα κάτω εις τον πάτο, να κάτσει και να μην την βλέπω». Απελπισμένη η γυναίκα, ύστερα από την προσβολή και την ταπείνωση, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Απορεί ο Μακρυγιάννης. «Ποιον πράμα σε βάρυνα, όπου μού είπες δια την προσευκή μου; Προσευκόμουν ως
χριστιανός εις τις εικόνες τού θεού και τής βασιλείας του. Εσύ, αν νύσταζες, να πέσεις να κοιμηθείς. Τι κακόν έκαμα, όπου θέλησες να φαρμακωθείς;» (σ. 117). Ο Μακρυγιάννης ζει στο δικό του κόσμο. Έκδηλος ο διχασμός.

Αλλά είχε και η γυναίκα του αρρώστειες από μαγικούς καταδέσμους. «Τής έχουν κάμωμα καμωμένο δαιμονικόν (σ. 44). Και από τις συχνές τρομάρες», εξ αιτίας των κατατρεγμών, «κατήνταινε η γυναίκα εις κίντυνον και εις σεληνισαμόν» (σ. 105). Δώδεκα τοκετοί, εφτά παιδιά πεθαμένα. Και αδιάκοπες συζυγικές έριδες. Φταίνε τα μάγια, αποφαίνεται ο Μακρυγιάννης. «Καθώς μάς έκαμαν με κείνα τα πειρασμικά, ψωμί δέν τρώγαμεν γλυκό» (σ. 71).   

Επίτροπος τού Γιαχβέ ο Μακρυγιάννης
Και περνά στην τελευταία φάση τής δοκιμασίας, τη λυτρωτική και θριαμβική. «Πατρίδα και θρησκεία» από το κακό στο χειρότερο. Τα βάσανα των «τίμιων ανθρώπων» δέν έχουν τελειωμό. Στα δημόσια πράγματα «δόλος κι απάτη». Η πολιτική ηγεσία βουτηγμένη στη διαφθορά. Το παλάτι φωλέα τυράννων. Οι κυβερνώντες, δυνάστες. Θα 'ρθει, όμως, η ώρα τού κολασμού. (Σ.σ. Την περίοδο όμως, που ο Μακρυγιάννης επιχειρούσε να προσεταιρισθεί το βασιλιά, έλεγε: «Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα και ανασταίνεται, όπου ήταν τόσον καιρόν χαμένη και σβησμένη. Σήμερα ανασταίνονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε ο βασιλέας μας, που αποχτήσαμε με την δύναμη τού θεού. Δόξα να 'χει το πανάγαθό σου όνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλαιγε, πολυεύσπλαχνε». Βάφτισε δε και το γιο του Όθωνα).

Ο Μακρυγιάννης είναι το καλό τέκνο τής πατρίδας, ο αγνός πατριώτης, που έχει την ευλογία των θεϊκών δυνάμεων, ευλαβικός, ελεήμων και φιλάνθρωπος. Με την «τιμιότητα κι αρετή», αλλά και με τον ασκητικό βίο, τις προσευχές και τις μετάνοιες, έχει εξασφαλίσει τη συμπαράσταση των ουρανών. Αν δέν υπάρχει επίγεια δικαιοσύνη, υπάρχει η δικαιοσύνη τού θεού. Το μεγάλο, το ύστατο κριτήριο. Κι ο Μακρυγιάννης ο δίκαιος θα γίνει δικαιοκρίτης.

Είχε, άλλωστε, προϊδεάσει τον Μακρυγιάννη ο ίδιος ο θεός από καιρό για τον διορισμό του στο αξίωμα τού δικαιοκρίτη. «Είσαι ο πρόδρομος τής πιτροπής όπου θα συστήσω, όποτε είναι η ώρα (σελ. 140)... Γιάννη, Γιάννη, εσύ 'σαι ο επίτροπος τής βασιλείας μου» (σ. 149). Επίτροπος τού θεού, εκπρόσωπός του.

Ανεβαίνει στους ουρανούς
Και φθάνουμε στην κορύφωση, στη μεγάλη Δίκη. Ο Μακρυγιάννης ανεβαίνει στους ουρανούς για να παρακολουθήσει το θεϊκό κριτήριο. Τον τοποθετούν εκ δεξιών τού πατρός, ανάμεσα στον παντοκράτορα και τον Χριστό. Ύστερα οδηγούνται μπροστά «εις το κριτήριον το ανώτατο» ο Όθων και η Αμαλία μαζί με τους συνεργάτες τους και άλλοι απλοί αμαρτωλοί. «Τότε γύμνωσαν τον βασιλέα μας και βασίλισσά μας (η έσχατη καταφρόνηση) μπροστά εις τον αφέντη μας... το ίδιον και τους οπαδούς του και άλλους πολλούς ξένους» (σ. 202). Κι όλοι γκρεμίστηκαν στο πύρινο στομα τού Άδη τού «αχόρταγου» για αιώνιο βασανισμό. «Και εκεί άνοιξε το θερίον το μεγάλο του στόμα και τους έριξαν, και μέσα εις αυτήνη την φωτιά ήταν και ανέμες με τσιγκέλια και καιγόταν και πιασμένοι και φώναζαν» (σ. 202).

Ο Γιαχβέ στεφανώνει τον Μακρυγιάννη
Ακολουθεί η «αποθέωση» τού Μακρυγιάννη. Τον οδηγούν στο θρόνο τού Χριστού. Κι εκεί ενθρονισμένο τον στεφανώνει ο ίδιος ο θεός και τον υιοθετεί. «Τέκνο εδικό μου... και αδελφός τού μονογενή μου» (σ. 203). Ο παντοκράτορας εναποθέτει το δικό του στέμμα στην κεφαλή τού Μακρυγιάννη και τού παραδίνει τα σύμβολα τής αγιοσύνης. «Και τότε βγαίνει την κορόνα από το κεφάλι του ο αφέντης μας και μού την βάνει, και μού δίνει και τον σταυρόν οπού ΄χε εις το χέρι του... μού δινει και ένα λαμπρό σπαθί... έβγαλε ο αφέντης μας ένα λαμπρόν δισκοπότηρον και με μετάλαβαν και μού το΄δωσε» (σ. 203).

Στέψη στο ουράνιο δώμα, Μακρυγιάννης ο τροπαιοφόρος, Υιός Θεού, «συνεταίρος» τού Χριστού, ο δεύτερος Χριστός, με κορόνα, σταυρό και σπαθί. Είναι ο τρίτος τή τάξει και με εξουσία και παντοδυναμία παραχωρημένη επίσημα από το θεό, «ο λόγος σου είναι λόγος μου και υπόσχεσή μου» -και μάλιστα κληρονομική με διαθήκη τού Αφέντη των Ουρανών- «και η ‘πόσχεσή μου είναι δική σου και των τέκνων, εις γενεά σέ γενεές». Μακρυγιάννης ο θεοφόρος, ο θεήλατος. Και η θεϊκή ετυμηγορία, με γράμματα «λαμπυρά» στο στήθος τού στρατηγού. «Η αρετή σου και ο ΄πέρτατός σου αγώνας... μόνος είσαι σύ...» (σ. 210). Ο Μακρυγιάννης, στον θρόνο, εγκαινιάζει νέα δυναστεία, κληρονομική, το βασίλειο τού θεού. Το ελληνικό παραμύθι μεταπλάθεται και εντάσσεται στις παραισθήσεις και τις θρησκευτικές φαντασιώσεις τού Μακρυγιάννη και παίρνει άλλη διάσταση.

Αυτή είναι περίπου η πορεία, που ακολούθησε η θρησκοληψία τού Μακρυγιάννη από τα όνειρα ως τις παραισθήσεις. Μια αλληλοδιαδοχή από ψυχωτικές και ιδεοληπτικές κρίσεις. Αδυναμία προσαρμογής, εγωκεντρική ψυχολογία, μεγαλομανία, υπέρμετρη φιλοδοξία. Τα θρησκευτικά βιώματα φθάνουν στο έσχατο πάθος, στο παρανάλωμα.
Ο Μακρυγιάννης δεν περιοριζόταν στην καταγραφή των οπτασιών του. Διηγόταν παντού τα θαύματα και τα σημαδιακά, που έβλεπε. Η θρησκοληψία του ήταν πασίγνωστη στην Αθήνα. Έχουμε την παρα- πλεύρως έμμετρη μαρτυρία τού Αλ. Σούτζου, έξη χρόνια πριν αρχίσει η συγγραφή των Οραμάτων.


Η μαγεία εντάσσεται στην πολιτική όραση τού Μακρυγιάννη
Είναι όπλο αμυντικό και επιθετικό. «Λένε, πως έχω και μάγισσες». «Έχει ο Μακρυγιάννης μάγους και τον οδηγάνε». Πιστεύει, ότι οι αντιπαλοί του, ο Κωλέτης λ.χ. και το παλάτι, χρησιμοποιούν μάγους, για να τον αφανίσουν κι ότι καταφεύγουν σε μυστηριώδη μαντικά εργαλεία. «Τότε θέλησαν να βρούνε κι αυτείνοι μάγισσες να μαθαίνουν και ήφεραν από την Τουρκία έναν τούρκον δερβίση και μιαν οβριά από τη Χαλκίδα» (Οράμ., σ. 66, 133)... με μαγείες όπου εργάζονται εις το παλάτι... και βλέπουν με καθρέφτες δια τον κάθε έναν τι φρονεί και τι δύναμιν έχει και είδαν και δια τ΄εμένα» (σ. 172). Μυστικές τελετουργίες γίνονται τη νύχτα από την οικογένεια τού Μακρυγιάννη στο ιερό μιας εκκλησίας για θεραπευτικούς σκοπούς (σ. 123-124). Είναι οι προαιώνιες μαγικές συνήθειες, δεισιδαιμονίες, μαγικές τελετές και συμβολικές πράξεις.

Ο γιατρός Π. Σούτσος δεν αμφιβάλλει διόλου, πως ο Μακρυγιαννης είναι φρενοβλαβής. «Από όσα με είπον οι οικείοι του και από όσα άκουσα εγώ εσχημάτισα την πεποίθησιν, ότι ήτο παράφρων, διότι πότε εζήτει το φέσι του, δια να εξέλθη και αφού τού το έδιδον το ελησμόνει, πότε εζήτει τα ενδύματά του και όταν τού τα έδιδον, δεν ενθυμείτο πλέον. Τον ήκουσα να ερωτά την θυγατέρα του αν βλέπει λαμπάδες αναμμένες και ένα σταυρόν εις μίαν γωνιάν της οροφής τού δωματίου του, ενώ τοιαύτα δεν υπήρχον». (Η δίκη τού στρατηγού Μακρυγιάννη, εισαγ., επιμ., σχόλ. Ε. Πρωτοψάλτη, Αθήνα, 1963, σ. 46-47).

Η θρησκοληψία εξελίσσεται σε θρησκευτικό παραλήρημα
Αυτό βεβαιώνεται από μια σειρά αξιόπιστων μαρτυριών. Ήταν η εποχή, που κατέγραφε τις οπτασίες του. Ο γιατρός Π. Σούτσος κατέθεσε στις 3 Μαρτίου 1852, ότι ο Μακρυγιαννης βρισκόταν «εις κατάστασιν μονομανίας από θρησκευτικάς αιτίας, διότι καθ΄όσον επληροφορήθην, επροσηύχετο δια πολλήν ώραν και έμεινε πολλάκις εν τέταρτον με την κεφαλήν εις την γην, ένω έκαμνε μετάνοιας» (σ. 47).

Όχι επί ένα τέταρτο, αλλά ώρες ολόκληρες, κατέθεσε ένας άλλος γιατρός, ο Αλ. Βενιζέλος. Όταν προσευχόταν έπεφτε μπρούμυτα. Κι όταν κάποτε προσπάθησε να τον ανασηκώσει ο συγγενής του, Δημ. Σκουζές, «τον απεδίωξεν αποτόμως και υβριστικώς ονομάσας αυτόν άθεον» (σ. 55).

Ο αξιωματικός τής φρουράς, Αθ. Λέκας, που είχε εγκατασταθεί στο σπίτι τού στρατηγού και είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί από κοντά τις συνήθειες και τη συμπεριφορά του, κατέθεσε στον ανακριτή: «Ο Μακρυγιάννης, πρωί, μεσημέρι και βράδυ κατεγίνετο εις τις μετάνοιες, το σπίτι του το είχεν ως εκκλησίαν, υπεχρέου τα παιδιά και την σύζυγόν του και έκαμναν μετ΄αυτού προσευχάς και μετανοίας». Έβριζε τις θυγατέρες του αποκαλώντας τες «πουτάνες» (σ. 339). «Με παρεπονείτο πολλάκις, ότι υποφέρει από τις πληγές τού πολέμου. Ύβριζε την γυναίκα του τακτικά, ήτο μελαγχολικός και σκεπτικός, εζήτει παρ’ εμού να τού κάμνω το σχήμα, διότι ήτο ανώτερος αξιωματικός. Έμενε το βράδυ χωρίς φως» (σ. 482).

Ο Κωλέτης έστειλε μια μέρα στο σπίτι τού Μακρυγιάννη τον βουλευτή Τζαμάλα: «Επήγα και ηύρα τον Μακρυγιάννην εις ένα οδά κατάπυκνον από καπνόν θυμιάματος, προσευχόμενον. Με έκαμε δε νόημα με το χέρι του να καθήσω έξω και κάθησα εις την αίθουσαν όπου επρόσμενα πλέον τής μιας ώρας και μολονότι τού είχα ειπεί να εξέλθη, δεν ήλθε παρά αφού ετελείωσε τας προσευχάς του» (σ. 483).

Σημαντικότερη ωστόσο και πιο ουσιαστική είναι η μαρτυρία τής συζύγου τού Μακρυγιάννη: «Κατεκλείετο εις το δωμάτιον επί πολλάς συνεχώς ώρας, προσηύχετο και έκαμνε μετάνοιες, τροφήν ελάμβανεν ολίγην και ήθελε να
τρώγη μόνος του». Κι όταν αρρώστησε σοβαρά ο γιός του «έδειχνε πολλήν αδιαφορίαν, ενώ ο υιός μας εκινδύνευεν, μένων πάντοτε έγκλειστος εις το δωμάτιόν του προσευχόμενος». Ήταν σίγουρος, πως ο άρρωστος θα γίνει καλά με θεϊκή επέμβαση.

Έλεγε στη σύζυγό του να διώξει τους γιατρούς: «Βρε γυναίκα, μη λυπάσαι, εγώ έχω τόν Αφέντη και την Κυρά και θα τον ιατρεύσουν». «Υπέθετον δε εγώ, ότι ηννόει τον Χριστόν και την Παναγιά και με έλεγε να αποβάλω τους ιατρούς... όλην δε την νύκτα και τας τρεις άλλας προηγούμενας νύκτας παρεμίλει, τα δε παραμιλητά του ηκούαμεν εγώ και η συνυφάδα μου Στάθαινα... Την δε νύκτα αίφνης έρριψε φωνάς φωνάζων και υβρίζων, έτρεξα εις το δωμάτιόν του και αυτός, άμα με είδε, με είπε να τον κρύψω εις την ντουλάπα, και άλλοτε εις το φορτζέρι, τα δε μάτια του ήταν εξαγριωμένα, ώστε έπαιρνε τον άνθρωπον τρομάρα, το δε πρόσωπόν του ήτο όλον ερεθισμένον. Τού έλεγα να τάξη εις την Παναγιάν, και αυτός με έλεγε: “Εγώ την Παναγιάν και τον Χριστόν τους έχω εδώ“».

Κάλεσε η Μακρυγιάνναινα τον παπα-Γιώργη για αγιασμό. «Δεν τόν ανέβασα δε εις το επάνω πάτωμα, δια να μην ιδή τον Μακρυγιάννην παραφρονούντα, διότι δεν ήθελον να διαδοθή, ότι ο Μακρυγιάννης προσεβλήθη εις τας φρένας». Αρνήθηκε να εξομολογηθεί και να μεταλάβει τη Μεγάλη Παρασκευή λέγοντας στη γυναίκα του, «ότι τον εξωμολόγησε και τον μετάλαβε, δυο φοράς μάλιστα, ο Αφέντης και η Κυρά».

«Το εσπέρας μάς εσύναξεν όλους, μάς υπεχρέωσε να στολισθώμεν, μάς είπε και επήραμεν ένα δίσκον με τρία ποτήρια και το γλυκόν, μάς υπεχρέωσε να  ανάψωμεν κηρία και αφού ανάψαμεν πολλά φώτα ακολουθούντες την παραγγελίαν του, διότι εφοβούμεθα να κάμωμεν διαφορετικά δια να μη τον ερεθίσωμεν και να μη μάς κακοποιήσει και μάς έλεγεν, ότι περιμένει την Κυρά και τον Αφέντην και τους βασιλείς. Την στιγμήν ταύτην ήλθεν εις την οικίαν μας ο Σταμ. Βαλέζης (οικογενειακός φίλος των Μακρυγιάννηδων, ο οποίος κατέθεσε, ότι ρώτησε τους νοικοκυραίους σε τί οφείλονται αυτές οι εορταστικές ετοιμασίες. -Περιμένουμε τους αγγέλους, αρχαγγέλους και την κυρά την Παναγιά! απάντησε ο Μακρυγιάννης). Εισήλθεν εις το δωμάτιον
τού Μακρυγιάννη δια να τον χαιρετίση. “Συ να πάρης το σπαθί και να υπάγης εις την θύραν και όστις έλθη να τον κόψης”. Την δε Παρασκευήν τής Λαμπρής εσύναξε τα παιδιά του και τα υπεχρέωσε και έκαμναν όλην την μέραν μετάνοιες» (σ. 324-328 και 337).
   




Μακρυγιάννης - Καραγκιόζης μαζί,
σε παράσταση με μεταφυσικές ανοησίες τής Ρωμιοσύνης.

Στο συνταγματάρχη και βουλευτή Σταυριανό Καπετανάκη είπε σε μια επίσκεψή του: «Σώπα, διότι έχω τον θεόν μέσα εις το δωμάτιον και τρώγει ψωμί» και άλλα τοιαύτα ανόητα παραλογίσματα (σ. 335). Αλλά και ο παπα-Γιώργης Πούλος, που έκανε αγιασμό στό σπίτι τού Μακρυγιάννη τον άκουσε «παραμιλούντα μεγαλοφώνως» (σ. 338).

Ο Σταμ. Βαλέζης, δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη νοσηρή θρησκοληψία τού στρατηγού: «Ειναι δε τόσον θεοβλαβής, ώστε αμφιβάλλω αν και αυτοί οι ερημίται καταγίνονται εις τα τής θρησκείας τοσούτον, διότι πολλάς συνεχώς ώρας και εγγονυκλίνετο έγκλειστος εις το ευκτήριον δωμάτιόν του, πολλάκις περιέμενον τα παιδιά του μέχρι τού μεσονυκτίου να τελειώση την προσευχήν του και να φάγουν και εκοιμώντο χωρίς να φάγουν» (σ. 357).

Ο Μακρυγιάννης πιστεύει, πως ενσαρκώνει την Ελλάδα και σηκώνει τον σταυρό τού μαρτυρίου. Έχει παραισθήσεις, οραματισμούς, μυστικοπάθειες, ψευδαισθήσεις τής ακοής, αναχωρητική ψύχωση. Πιστεύει, πως είναι ο εκλεκτός τού θεού, ο «σημαιοφόρος» του (σ. 151), ο νέος εκπρόσωπός του επί τής γής. Θεόπνευστος σωτήρας τής «πατρίδας και θρησκείας», αλλά και ο μάρτυρας, που απαρνιέται τα ανθρώπινα (σ. 107) και προσφέρεται για κάθε θυσία (σ. 111).

Άγιος και οσιομάρτυρας ο Μακρυγιάννης
Θέλει ν’ αγιάσει ο Μακρυγιάννης. Και άγιασε. Ο ίδιος ο παντοκράτορας τον αποκαλεί άγιο. «Τότε μού λέγει τρεις φορές. Γιάννη, Γιάννη και Αγιάννη, ήρθα και μόνος μου κάτω εις την οικίαν σου. Δεν απόλαψε άλλος τοιούτως σε τούτην την ζωή. Μόνον εσύ» (σ. 100, 206). Ένας πολεμιστής άγιος, σαν τον Αη-Γιώργη ή τους νεομάρτυρες με τη φουστανέλα και το γιαταγάνι, άγιος μαχόμενος «με τη πέννα και με το πάλα». Άγιος και οσιομάρτυρας. «Μού  ριχνουν πέτρες και με χτυπούν και μαγαρισές ανθρώπινες απάνω μου. «Φάγε απ’ αυτές, στρατηγέ Μακρυγιάννη, να χορτάσης όπου ‘θελες να κάμης σύνταμα». Και μ’ ανοίγουν τόσες νέες πληγές από τα χτυπήματα και τα αγκυλώματα. Και μέ πάγει ως την σήμερον το όμπυον, και αίμα από μπροστά και από πίσω. Εσάπισα, εσκουλήκιασα».

Και μια σημαντική λεπτομέρεια: Η βασιλική εξουσία, που εισβάλλει στην κατοίκια του βρίσκει τον Μακρυγιάννη να προσεύχεται γονατιστός μπροστά στα εικονίσματα. Ο επικεφαλής μοίραρχος τον αναρπάζει και τον σέρνει στον Μεντρεσέ.

Απαράλλαχτα, όπως στα γνώριμά του συναξάρια, στις τοιχογραφίες των ναών και στα εικονίσματα με τους χριστιανούς μάρτυρες.


  Σημείωση:

Το παραπάνω κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα
από το βιβλίο: Ιδεολογία και αξιοπιστία τού Μακρυγιάννη.
Ο τίτλος, ο πρόλογος, οι φωτογραφίες και οι υπότιτλοι είναι τής «Ελεύθερης Έρευνας».

Τα βίντεο προέρχονται από τη σειρά

«Αναζητώντας τον Μακρυγιάννη» τής Γιώτας Μόγια.

Η ΘΡΗΣΚΟΛΗΨΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

Η ΘΡΗΣΚΟΛΗΨΙΑ
ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ


Ασκητείες, νηστείες, θυμιατίσματα, γονυκλισίες,
προσευχές, μετάνοιες, θείες οπτασίες,
συνομιλίες με θεό, Χριστό, Παναγία, αγγέλους, αγίους...

Τα θρησκευτικά παραληρήματα
μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας τού ΄21


Έγραψε στις 28.05.2012 ο/η: Σιμόπουλος Κυριάκος
13681 προβολές

Επιστροφή


«Τρέξε, σε θέλει γρήγορα η Ελένη.
Ποια Ελένη; τής λέγω.
Η μητέρα τού Κωνσταντίνου,
τού σημαιοφόρου τού σταυρού.»

«Και τότε έδωσε ο Χριστός τής Θεοτόκος ένα δαχτυλίδι,
και η Θεοτόκο τής γυναικός όπου με φωτίζει,
και τής είπε να μού το δώσει εμένα,
και μού τό΄δωσε και το έχω ως τώρα.»

«Τότε μού λέγει τρεις φορές (σ.σ. ο θεός):
Γιάννη, Γιάννη και Αγιάννη, ήρθα και μόνος μου
κάτω εις την οικίαν σου. Δεν απόλαψε άλλος
τοιούτως σε τούτην την ζωή. Μόνον εσύ.»

Στρατηγού Μακρυγιάννη: «Οράματα και Θάματα»


Τον Μακρυγιάννη τον βρίσκουμε μπλεγμένο σε όλες τις μηχανορραφίες τής Ρωμιοσύνης τής εποχής του. Έλαβε μέρος στούς μετά το ’21 λεγόμενους εμφυλίους πολέμους, όταν αλληλοεξοντώνονταν οι διάφορες κατά τόπους ληστοσυμμορίες, αλλά και στην κατάχρηση των πρώτων αγγλικών δανείων. Καθαιρέθηκε από τον Καποδίστρια, ύμνησε κατ’ αρχή τον Όθωνα, αλλά συνωμοσιολόγησε μετά εναντίον του. Συνελήφθηκε και καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Η ποινή του όμως άμεσα, μετατράπηκε σε ισόβια, έπειτα σε 20ετή κάθειρξη και τέλος, δυο μόλις χρόνια μετά, με τη μεσολάβηση τού τότε πανίσχυρου Υπουργού των Στρατιωτικών, Δ. Καλλέργη, απαλλάχθηκε. Αργότερα, τον έκαναν κι αντιστράτηγο!

Έχει υπερεκτιμηθεί η συμμετοχή του σε ορισμένες μάχες, ενώ παράλληλα αποσιωπάται η συμβολή του στην πλέον καταστρεπτική ήττα, στη μάχη τού Ανάλατου (1827), όταν ο στρατηγός, μόλις που σώθηκε, «χάριν εις τα ποδάρια» του, όπως ο ίδιος παραδέχεται στα «Απομνημονεύματά» του.

Εκτός από τα «Απομνημονεύματα», που βρίθουν εμπάθειας και ανακριβειών (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ιδεολογία και αξιοπιστία τού Μακρυγιάννη), μάς άφησε και τα «Οράματα και Θάματα», τα οποία άρχισε να γράφει, όταν ήταν 53 ετών. Στα «Απομνημονεύματά» του ο Μακρυγιάννης δεν χάνει ευκαιρία για επίδειξη αμφισβητήσιμης μετριοφροσύνης. Αυτή η «μετριοφροσύνη» μετατρέπεται στα «Οράματα και Θάματα» υπό το κράτος άλλων ψυχικών καταστάσεων, σε ταπεινοφροσύνη και αυτοεκμηδενισμό. Εδώ η αυτοσυντριβή γίνεται μπροστά στό θεό. Ο Μακρυγιάννης μιμείται στην εντέλεια το ύφος ιεροκηρυγμάτων, προφητικών ή αποκαλυπτικών κειμένων, αλλά και διδαχών, που εγκωμιάζουν τη χριστιανική ταπεινοσύνη.

Ο φανατισμός του φθάνει στα έσχατα, γίνεται εξαλλοσύνη και τύφλωση. Πρόκειται για παθιασμένα ταλιμπανίστικα κείμενα, έργο ενός σαλεμένου, βαθειά θρησκόληπτου νου. Η καθυστέρηση τής έκδοσής τους για περισσότερο από μισόν αιώνα οφείλεται προφανώς, στην προσπάθεια να μην βλαφτεί η υστεροφημία του.

Αυτή η πτυχή τής προσωπικότητας τού Μακρυγιάννη εξετάζεται στο παρακάτω άρθρο. Θα παρακολουθήσουμε πώς ανελίσσεται η θρησκευτικότητά του και πώς ολισθαίνει διαδοχικά στη θρησκοληψία, τους οπτασιασμούς και τις φαντασιώσεις. Μια αλληλοδιαδοχή από ψυχωτικές και ιδεοληπτικές κρίσεις. Αδυναμία προσαρμογής, εγωκεντρική ψυχολογία, μεγαλομανία, υπέρμετρη φιλοδοξία. Τα θρησκευτικά βιώματα φθάνουν στο έσχατο πάθος, στο παρανάλωμα.

Φυσικά, όλες οι υποθέσεις ή προτάσεις, που διατυπώνονται, περιορίζονται σε μια λογική επεξεργασία των κειμένων, που σταματάει αυστηρά στα σύνορα τής ιατρικής και στο κατώφλι τής ψυχιατρικής και τής επιστημονικής ψυχολογίας...


Περιχαρακωμένος στις δεισιδαιμονίες
Ο Μακρυγιάννης ενσάρκωνε τον περιχαρακωμένο στις δεισιδαιμονίες άνθρωπο τής τουρκοκρατίας. Κατεχόταν από δυσπιστία και φοβίες για τις αλλαγές και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ήταν συντηρητικό πνεύμα. Έμεινε προσηλωμένος στην πατροπαράδοτη ενδυμασία, τη φουστανέλα και τα μεϊντανογέλεκα. Αρνήθηκε να αναλάβει αξίωμα στη Χωροφυλακή και να φορέσει «τα στενά», δηλαδή ευρωπαϊκό ιματισμό. «Ούτε εις την οδηγίαν τού
Γραλλιάρη (του γάλλου συνταγματάρχη Grallard) μπαίνω ούτε τα φορέματα μου βγάζω».



 



Η Ρωμιοσύνη εκθειάζει τα θρησκευτικά παραληρήματα τού Μακρυγιάννη.
 

Ζητούσε κτήματα
Στα εκσυγχρονισμένα σχολεία, που ιδρύονταν στην Ελλάδα από δυτικούς, έβλεπε πάντοτε φωλιές προσηλυτιστών και υπονομευτών τής Ορθοδοξίας. Ζητούσε από τους βαυαρούς να μοιράσουν στους αγωνιστές κλήρο πενήντα στρεμμάτων από τα εθνικά κτήματα - σύμφωνα, άλλωστε, με τις αποφάσεις των επαναστατικών κυβερνήσεων. Ζητούσε ακόμα να καταβληθεί σε κάθε οπλαρχηγό «από μιλιούνι και κάτου» (Απομν., τ. Β΄, σ. 62) - αξίωση παράλογη, αστήρικτη και εξωπραγματική. Δεν τάχθηκε, όμως, ο Μακρυγιάννης υπερ τής διανομής τής γης στους ακτήμονες, που αποτελούσε το κλειδί για τη λύση τού κοινωνικού προβλήματος και την οικονομική αναπτύξη τής χωρας. Πολύ περισσότερο, αφού οι πολεμικές συμφορές έπληξαν το σύνολο σχεδόν τού πληθυσμού και κυρίως την αγροτιά.


«Εκλαμπρότατε, να με θυμηθής όταν έλθη το δάνειον, ότι τας ελπίδας μου, μετά τον Θεόν, εις την Εκλαμπρότητα σου την έχω και μη με αφήσης περίλυπον. Παρακαλώ να με αγαπάς όπως και πρότερον».

Μακρυγιάννης

(Απόσπασμα επιστολής του προς τον Κουντουριώτη, από τα Αρχεία Κουντουριώτου, τ. Ζ΄, σελ. 546).

Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Η κατάχρηση των αγγλικών δανείων από τους «ημέτερους» το ΄21



Οι προοδευτικές ιδέες απειλούν τα ιερά και τα όσια
Απεχθάνεται κάθε νεωτεριστική πρωτοβουλία, κυρίως, όταν προέρχεται από τη Δύση. Τον τρομάζουν οι προοδευτικές ιδέες, απειλούν τα ιερά και τα όσια. Υπερασπίζεται με πάθος τα πατροπαράδοτα, υποψιάζεται τους λογίους, που σπούδασαν στην Ευρώπη και ειρωνεύεται τους «πεφωτισμένους». Αυτός είναι «μπερμπάντης, κακής διαγωγής» (Απομν., τ. Α΄, σ. 177), οι άλλοι «μισομαθείς και άθρησκοι» (Οράμ., σ. 96). «Δεν θέλω τέτοιες ομιλίες  μπερμπάντικες» (σ. 98).

Αντιδρά στην πολιτιστική πρόοδο και τις μεταφυτεύσεις ευρωπαικού τύπου ψυχαγωγίας στην Ελλάδα. Θεωρεί το θέατρο, τους χορούς, τη μόδα στην αμφίεση ολισθήματα αταίριαστα σε χριστιανούς ορθόδοξους, εξαχρείωση. Απορρίπτει οργίλος τον ευρωπαϊκό «ξευγενισμό». Εκφράζει τον παραδοσιακό συντηρητισμό των λαϊκών μαζών, την καλογερική αδιαλλαξία, τον πουριτανισμό τής θολής και αδιαμόρφωτης μετεπαναστατικής κοινωνίας. Και ξιφουλκεί μαινόμενος, με δημαγωγικές πολλές φορές υπερβολές. «Θέλετε θέατρο. Το φτιάσατε κι αυτό για να μάς μάθει την παραλυσία. Και πουλάνε τα βιβλία τους οι μαθηταί και πάνε ν΄ακούσουνε τη Ρίτα Βάσω, την τραγουδίστρα τού θεάτρου (Απομν., τ. Β΄, σ. 101, 102)... πολυτέλειες θέλουν, ξευγενισμόν μεγάλον, θέατρα, μπιλιάρδους, πιανοφόρτα, κιθάρες, γυμνές οι κυρίες το σώμα τους, έχουν όμως, χερότια μισά εις τα χέρια τού ξευγενισμού.» (Οράμ., σ. 186).

Έδερνε τη γυναίκα του
Ο συντηρητισμός του είναι απήχηση των εκκλησιαστικών κανόνων και παραδόσεων. Ο σύζυγος έχει δικαίωμα να ξυλοφορτώνει τη σύζυγο, η γυναίκα πρέπει να υποτάσσεται στον άντρα. «Η γυναίκα ήταν μαλωμένη με τον άντρα της και την έδερνε πολύ... Αφου την έδειρε, πήγε η αγία Κατερίνη και όλοι οι άγιοι και τής είπαν να κάμει το μικρότερον αυτήνη, ότι η γυναίκα είναι υποκείμενη εις τον άντρα» (Οράμ., σ. 78). Άλλωστε και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης καταχέριζε τη συμβία του, μάνα δώδεκα παιδιών. «Θύμωσε η γυναίκα μου... και ξέρασε, καμόσα. Τότε εγώ θυμωμένος κόντεψα να τη στείλω εις την άλλη ζωή» (Οράμ., σ. 117).

Είναι αυστηρός, σχολαστικός στα ήθη, επιτιμητικός. Καταγγέλλει τον αντιβασιλέα Άρμανσμπεργκ, γιατί «πάντρεψε τα δυό κορίτσια του και πήραν δυό αδέρφια» (Οράμ., σ. 54). «Εγίναμεν Σόδομα και Γόμορα» (Απομν., τ. Β΄, σ. 126).

Ναι, στα μοναστήρια
Η απόφαση τής βαυαρικής αντιβασιλείας να περιορίσει τον αριθμό των μοναστηριών -αναγκαίο κοινωνικό μέτρο, ανεξάρτητα από τον τρόπο, που εφαρμόστηκε, αφού πολλές μονές είχαν καταντήσει καταφύγιο κηφήνων- προκάλεσε τη βίαιη εξανάσταση τού Μακρυγιάννη. Θεωρούσε τα μοναστήρια στήριγμα τής Ορθοδοξίας και το κλείσιμό τους έγκλημα, αντεθνική πράξη και απανθρωπία.

Εν αρχή ην ο θεός...
Εκείνο, ωστόσο, που περισσότερο ξεχωρίζει στην προσωπικότητα τού Μακρυγιάννη είναι η θρησκευτικότητα. Βαθιά θρησκευτικότητα, που διαποτίζει τα «Απομνημονεύματα» από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Σε ό,τι καταγράφει, περιστατικά, βιώματα, δοκιμασίες, παντού η αναφορά ή η επίκληση στο θεό, παντού η μυστική παρουσία του, η σκέπη και η παραμυθία, παντού προανάκρουσμα και κατακλείδα ο θεός.

Κάνε μετάνοιες, να πιάσεις πιρδικόπουλα
Ο Μακρυγιάννης έχει μια ιδιαίτερη εξοικείωση με το θεϊκό στοιχείο, καλλιεργεί ένα διάλογο, συνομολογεί μυστικές συμφωνίες. Ο ίδιος, υπογραμμίζοντας αυτή την απεριόριστη πίστη, εμφανίζει τη θρησκευτικότητά του ως μια διδαγμένη επίκτητη ιδιότητα. «Από ενού χρονού παιδί με εσυνήθισαν οι γονέοι να κάνω μετάνοιες και μ’ έλεγαν: “Κάνε μετάνοιες να πιάσης πιρδικόπουλα”. Πήγαιναν εκείνοι, μου ΄φερναν περδικόπουλα και μούλεγαν: “Για έκαμες μετάνοιες και τάπιασες”. Και εσυνήθισα με τούτον τον τρόπον και ένανα μετάνοιες» (Απομν., Παρ., Σχ. αυτοβιογρ., τ. Β΄, σ. 221). Τα ίδια μαθήματα έδωσε ο Μακρυγιάννης και στα παιδιά του. Τού έλεγε ο Δημήτρης: «Άντες, πατεράκη μου, να κάμομεν τον σταυρόν μας εις τον θεούλην μας και εις την μητέραν μας την Παναΐαν να μάς σώσει και να μάς δώσει ψωμάκι και να μάς γλυτώσει από το κακόν» (σ. 159).

Αργότερα, αυτή η θρησκευτική προπαίδεια, που διαμορφώνεται σε βαθύτατη θρησκευτική συνείδηση, εξασφαλίζει προσβάσεις στο θείο, προνομιακή μεταχείριση και προστασία. Έφηβος, ύστερα από βαριά προσβολή στο πανηγύρι τού Άη-Γιάννη, προστρέχει αλλόφρων στον άγιο. «Μπαίνω τη νύχτα μέσα εις την εκκλησία του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες. Τ΄είναι αυτό οπούγινε σ' εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον παρακαλώ να μού δώση άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα τού φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον.» (Απομν. σχ. αυτοβιογρ., τ. Α΄, σ. 111 και Οράμ., σ. 167). Κλείνει η συμφωνία, υπογράφεται σιωπηρά το συμβόλαιο. Και η εξόφληση, «εις τον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι αληθινόν φίλον, τον Άη-Γιάννη», θα γίνει στην εντέλεια -με επισημότητα και συνέπεια- ύστερα από δώδεκα περίπου χρόνια.

Εξαγοράζει τη θεϊκή ανταπόδοση
Αυτός είναι ο Μακρυγιάννης. Ένας ευλαβικός, «παιδιόθεν», χριστιανός, που εξαγοράζει τη θεϊκή ανταπόδοση. Και πιστεύει, πως τα πάντα, ατομικά και γενικά, εκπορεύονται από τη βούληση τού παντοδύναμου θεού. Όλοι «οι τίμιοι άνθρωποι», ζουν κάτω από το προστατευτικό χέρι τού θεού. Ο Μακρυγιάννης είναι ευσεβής, δίκαιος, ειλικρινής, δεδομένη η θεϊκή προστασία. Αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώνεται από αδιάψευστες προσωπικές εμπειρίες. Πώς σώθηκε από τα δεσμώτηρια (στην Άρτα) και την αγχόνη (στην Πάτρα), από τους φοβερούς κινδύνους τού πολέμου και τους κατατρεγμούς τής ειρήνης; Χάρη στη θεϊκή συμπαράσταση και την προνομιακή προστασία. Θεωρεί αδιαμφισβήτητη την ουράνια επικουρία σε κάθε απόφασή του, πρωτοβουλία και πράξη. Τον παρακολουθεί η θεία πρόνοια.

Ο θεός είναι δεδηλωμένος σύμμαχος τού Μακρυγιάννη. Από πουθενά αλλού απαντοχή. «Κύριε, ο μόνος σωτήρας είναι η παντοδυναμία σου και εσπλαχνία σου σ΄εμάς οπού κιντυνεύομεν και εις την ματοκυλισμένην μας πατρίδα (Απομν., τ. Β΄, σ. 138)... Μόνος ο θεός, μόνος ο αληθινός αυτός κι ο δίκαιος κυβερνήτης σε κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμα» (σ. 91).

Λίγο πριν από τη μάχη των Μύλων (1826), είπε στον διοικητή τής γαλλικής μοίρας Derigny, που βγήκε στη στεριά και σάστισε βλέποντας τα αδύνατα οχυρώματα και τον μικρό αριθμό αγωνιστών, που τα υπερασπίζονταν: «Τού λέγω είναι αδύνατες, οι θέσες κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο θεός οπού μάς  προστατεύει» (τ. Α΄, σ. 256). Την ίδια μέρα, σε μια ομάδα γάλλων αξιωματικών, που απορούσαν για την παράτολμη αντίσταση πίσω από ένα μαντροτοίχι: «Εμείς απ΄ούλα είμαστε αδύνατοι. Όμως ο θεός φυλάγει και τους αδύνατους. Κι αν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν δια την πατρίδα μας, δια την θρησκεία μας... κι ο θεός βοηθός» (σ. 259). Και στον άγγλο Gordon λίγο πριν από μια κρίσιμη επίθεση (1827) στην πειραϊκή ακτή: «Κόπιασε η γενναιότη σου και σ' αυτήνη την μπατάγια την σημερινή θα γένη ο θεός αρχηγός... Τι να κάμης, μού λέγει, σε τόσο πλήθος τούρκων; - Είναι ο θεός, τού λέγω, και κάνει ο ίδιος» (σ. 304). «Ότι είναι ντουφέκι και σπαθί ελληνικόν, θρησκευτικόν και πατριωτικόν» (σ. 311).

Κατά το αντιβασιλικό κίνημα ο θεός συμπαρατάσσεται με τους επαναστάτες: «...στράβωσε την εξουσίαν και την ενέκρωσε... κι ο βασιλιάς κι όλοι αυτήνοι κοιμάτον» (τ. Β΄, σ. 136). Σύμμαχος και στα παρκερικά κατά των άγγλων. «Κι ο θεός, οπού μάς γλύτωσε τόσες φορές, μάς έσωσε και τότε» (σ. 206, βλ. και σ. 52). Σε ποιόν χρωστάνε την ελευθερία τους; Στον επουράνιο αυθέντη. «Ο θεός ο αληθινός τους ανάστησε ξυπόλητους, γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τα ντουφέκια τους με σκοινιά» (σ. 53).

Αγράμματος «θεολόγος»
Κάθε πρωτοβουλία τού Μακρυγιάννη υπαγορεύεται από τη θρησκευτική του συνείδηση, είναι σύμφυτη με τα θρησκευτικά βιώματα, τις εκκλησιαστικές παραδόσεις και την ευαγγελική διδαχή. Η ανεξαρτησία, οι λαϊκές ελευθερίες, τα δικαιώματα των πολιτών, το πολίτευμα, οι νόμοι δεν είναι, για τον Μακρυγιάννη αγωνιστικές κατακτήσεις, αλλά δώρα θεού. Η θρησκευτικότητα χρωματίζει τα «Απομνημονεύματα» τού Μακρυγιάννη, κραυγαλέα ή υποβόσκουσα, ένα αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο μοτίβο για την αποτελεσματικότητα τής θεϊκής προστασίας. Ο αγράμματος Μακρυγιάννης αφηγείται σαν εμπερίστατος θεολόγος.

Πρόκειται για μια θρησκευτικότητα, που ξεπερνάει το πλαίσιο τής ευσέβειας και τής πίστης των λαϊκών ανθρώπων. Στα «Απομνημονεύματα» η θρησκευτικότητα αποσαθρώνεται μερικές φορές σε θρησκοληψία. Στα Οράματα, κάτω από ειδικές συνθήκες και εξωτερικές επενέργειες, φουντώνει και εκφυλίζεται, εξελίσσεται σε θρησκευτικό παραλήρημα.

Η θρησκευτικότητα ενός αδιάλλακτου
Όταν ο Μακρυγιάννης επικαλείται τη θεϊκή προστασία για τους «τίμιους ανθρώπους», προσθέτει «όποιας θρησκείας κι αν είναι» (Οράμ., σ. 103, 216). Δίνει έτσι την εντύπωση ανεξίθρησκου ανθρώπου, χριστιανός ή μουσουλμάνος το ίδιο. Με μια σημαντική διαφορά. Χριστιανός για τον Μακρυγιάννη, σημαίνει αποκλειστικά ορθόδοξος. Όλα τα άλλα χριστιανικά δόγματα είναι τού σατανά. Οι δυτικοί χριστιανοί «αναθεματισμένοι αλλόθρησκοι» (σ. 126). Τρόμο προκαλούν στον Μακρυγιάννη οι δραστηριότητες των «παπιστάνων» και των «λουτηροκλαβίνων» στην Ελλάδα. Κινδυνεύει η Ορθοδοξία. «Ξόδιαζαν και κατηχούσαν τους ορθοδόξους χριστιανούς να τους κάνουν δυτικούς (Απομν., τ. Β΄, σ. 206)... Κι όλος ο αγώνας τους, τώρα οπού έλαβαν επιρροή και μέσα εδώ, είναι δια την θρησκείαν. Σκολειά γαλλικά, μοναστήρια, εκκλησίες και πλήθος αλλά μέσα και κατήχησες εις τον κόσμο (σ. 185)... ο Κωλέτης φκιάνει φραγκομονάστηρα και εκκλησίες αυτεινών και σκολειά, να μάς κυβερνήσει ως παπιστάνος» (Οράμ., σ. 140).

Ο Μακρυγιάννης εκφράζει με τη σκληρή πολεμική του την απέχθεια εναντίον των δυτικών. Τούρκος και λατίνος το ίδιο. Και οι δύο αρπακτικοί και τυραννικοί. Μερικές φορές χειρότεροι οι δυτικοί - σύμμαχοι και προστάτες των σουλτάνων. Ο Μακρυγιάννης πιστεύει, ότι η προπαγάνδα των καθολικών και των προτεσταντών στην Ελλάδα είχε αποκλειστικό στόχο τη θρησκεία. Δεν υποπτευόταν, ότι αποτελούσε μέσο πολιτικών και οικονομικών διεισδύσεων, ότι οι ιεραπόστολοι ήταν οι προπομποί των εμπόρων, οι έμποροι προπομποί τής ένοπλης κατοχής και τής αποικιοκρατίας. Και αξιώνει να υψωθεί φραγμός, να δημιουργηθούν στεγανά. Αποκλείει έτσι και τον εκσυγχρονισμό τής παιδείας, που αναγκαστικά απαιτούσε μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές στα δυτικά πρότυπα. Ο φανατισμός του φθάνει στα έσχατα, γίνεται εξαλλοσύνη και τύφλωση. Απειλεί με οικογενειακό ολοκαύτωμα! Λέει στον Κωλέτη: «Θα μάς διόρθωσης και την θρησκείαν μας, όλα τα γνωρίζω. Τώρα να μη με κάμης και σκοτώσω τα παιδιά μου μόνος μου και κάψω και το σπίτι μου και τότε θα κουβεντιάσουμε πλατύτερα» (Οράμ., σ. 65). Έχουν αρχίσει κιόλας οι νοσηρές διεργασίες στη θρησκοληψία του.

Μέτρο τού μίσους εναντίον τού οθωμανού, το μίσος κατά των εβραίων. Η προαιώνια λαϊκή χριστιανική παράδοση, ζωντανή στην τουρκοκρατία, εκφράζεται ως στάση ψυχής και ιδεολογική αναφορά στα χειρόγραφα τού Μακρυγιαννη. «Οι έλληνες τους τούρκους τους καταφρόνεσαν όλως διόλου... Τους πήραμεν τον αγέρα και τους είχαμεν σαν οβραίους» (Απομν., τ. Α΄, σ. 307-308). «Πήραμεν τους τούρκους ως οβραίους κι όταν έρχονταν ευρωπαίγοι εις τα πόστα μας, κατεβαίναμεν και τους πολεμούγαμεν» (σ. 312).

Οργή κατά τού «απατεώνα», Θ. Καΐρη
Το ιερό μένος τού Μακρυγιάννη συγκέντρωνε κυρίως ο διδάσκαλος, αγωνιστής και αναγεννητής, Θεόφιλος Καΐρης, που είχε κατηγορηθεί για αιρετικές παρεκκλίσεις και προτεσταντικές επιρροές. «Ο περίφημος δάσκαλος Καΐρης δεν πιστεύει εις την Αγία Τριάδα κι άλλα τέτοια (τ. Β΄, σ. 102)... απατεώνας τής θέλησης τού θεού... συντρόφεψε... με λουτηροκλαβίνους και με άλλους τοιούτους» (Οράμ., σ. 177). Η οργή τού Μακρυγιάννη για την ανεμπόδιστη δραστηριότητα των προτεσταντών στην Ελλάδα γινόταν μίσος και παροφορά εξ αιτίας των αμφισβητήσεων για την αγιότητα τής Παναγίας τής «κακολαλημένης» (σ. 213).

Ωστόσο, για την καθαρότητα τής Ορθοδοξίας αγρυπνούσαν όχι μόνο ο Μακρυγιάννης και η Ιερά Σύνοδος, αλλά και η ποινική δικαιοσύνη. Ο Καΐρης θα πεθάνει στη φυλακή. Αμείλικτη η εκκλησιαστική και η πολιτική εξουσία απέναντι στους ελευθερόφρονες ιερωμένους. Για τη σύλληψη τού Καΐρη έστειλε η κυβέρνηση πολεμικό με κυβερνήτη τον Κανάρη. Τι τραγική συγκυρία. Ο Μακρυγιάννης, ο δεινός πολέμιος τού «απατεώνα» Καΐρη, ο πρόμαχος των χριστιανικών παραδόσεων, θα συρθεί από την ίδια την εξουσία στις φρικαλέες φύλακες τού Μεντρεσέ. Αυτή τη φορά φαίνεται απελπισμένος. Απευθύνεται με σπαραγμό στο θεό, τον προστάτη των «τίμιων ανθρώπων». «Και δεν μάς ακούς και δεν μάς βλέπεις» (Απομν., Εισ., σ. 57). Ο ανήμερος αντικαϊριστής Μακρυγιάννης θα πεθάνει αργότερα από τις ταλαιπωρίες τής φυλακής και τους άλλους κατατρεγμούς, θύμα των ίδιων δυνάμεων, που εξόντωσαν τον Καΐρη.

Στο κατώφλι τής ψυχιατρικής
Η απάντηση στο ερώτημα, που αφορά στη διανοητική κατασταση τού Μακρυγιάννη, είναι δυσχερής. Πρέπει να παρακολουθήσουμε πώς ανελίσσεται η θρησκευτικότητά του και πώς ολισθαίνει διαδοχικά στη θρησκοληψία,
τους οπτασιασμούς και τις φαντασιώσεις. Φυσικά, όλες οι υποθέσεις ή προτάσεις, που διατυπώνονται εδώ, περιορίζονται σε μια λογική επεξεργασία των κειμένων, που σταματάει αυστηρά στα σύνορα τής ιατρικής και στο κατώφλι τής ψυχιατρικής και τής επιστημονικής ψυχολογίας.

Όνειρα: Μυστικά μηνύματα θεϊκής προέλευσης
Πρώτη φάση τής θρησκοληψίας τού Μακρυγιάννη η επικέντρωση στα όνειρα. Δικά του όνειρα -«όνειρα τού ύπνου και όνειρα φανερά»- που όλα αναφέρονται ή συγκλίνουν στο πρόσωπό του. Αυτά τα όνειρα είναι κυρίως
μυστικά μηνύματα με θεϊκή προέλευση και αποδέκτη τον Μακρυγιάννη, που ενσαρκώνει τη βούληση υπερφυσικών δυναμεων. Είναι μια θεϊκή επιλογή και διάκριση, επιβράβευση και δικαίωση τού Μακρυγιάννη εξ αιτίας τής βαθιάς ευσέβειας και τού άδολου πατριωτισμού του. Τα μηνύματα, που διοχετεύονται με τα όνειρα, εξασφαλίζουν μια κρυφή επικοινωνια με τον επουράνιο κόσμο. Ο Μακρυγιάννης καθοδηγείται για να παίξει κάποιο ρόλο, ενδυναμώνεται για να υπερασπισθεί «πατρίδα και θρησκεία».

Για τον Μακρυγιάννη, το όνειρο αποτελεί βίωμα, προέκταση και απόληξη τής  ζωής Και καθώς ο ίδιος γίνεται αποδέκτης και συλλέκτης ονειρικών μηνυμάτων, εντασεται σε έναν υπερφυσικό κόσμο, νιώθει πώς περιβάλλεται από τη θεϊκή εύνοια και απογειώνεται. Φορείς των ονείρων -εκτός των προσωπικών- είναι γνωστά και άγνωστα άτομα, «μια μαυροφόρα», «μια σεβάσμια γυναίκα», «ένας αγωνιστής απο την Αίγυπτο», «ένας χριστιανός»,
«ο Χατζηαντώνης, γεννημένος εις τα Γεροσόλυμα, τίμιος πολύ», «ένας αγωνιστής από το Μαρούσι», «μια γυναίκα απο την Αθήνα», «ένας αγαθός χριστιανός», «ένας αξιωματικός, αγωνιστής με πολλές πληγές, χριστιανός πολύ καλός» «άλλος αγωνιστής, αθηναίος, χριστιανός αγαθός, με αρετή», ακόμα και «ένα παιδί τού σκολείου».

Σε όλα τα όνειρα πρωταγωνιστής είναι ο Μακρυγιάννης. Αλλόκοτα και υπερφυσικά συμβαίνουν στην κατοικία του. Λάμψεις ξαφνικές, πολυέλαιοι, που κρέμονται πάνω από τα κεραμίδια. «Ξέρεις ποιος σε φυλάγει εσέναν;... το φως τού αφεντός μας σε φυλάγει». (Οράμ., σ. 47). Παίρνει φωτιά η Αθήνα, αλλά δεν καίγεται το σπίτι τού Μακρυγιάννη (σ. 52). Προειδοποιείται με τα όνειρα να προλάβει κάποια απειλή. «Σύρε να πεις τού Μακρυγιάννη... Θα τον κιντυνέψουν» (σ. 50). Να μην πάει στο τραπέζι, «ότι θα τον φαρμακώσουνε» (σ. 62). «Να τού πεις να μή φοβηθεί» (σ. 55).

Και το μεγάλο μήνυμα, αυτὴ τη φορά από την Παναγία και τους δώδεκα αποστόλους: «Είμαστε όλοι διαταμένοι να μή λείψουμε απο δώ (από το σπίτι του) ποτέ» (σ. 60). Γίνεται σύναξη αγίων στη σάλα τού Μακρυγιάννη, και  ειδικὴ λειτουργία. Τον λούζει ο Αη-Νικόλας «μ΄ένα λαμπρό λεγένι και μπρίκι» (σ. 81).

Κάποτε, τελειώνει η φάση των ονείρων. Ο Μακρυγιάννης είναι πια σίγουρος, πως οι επουράνιες δυνάμεις τον καθοδηγούν, τον υπερασπίζονται και τον σώζουν. Είναι άτρωτος. Άλλωστε ο Χριστός, η Παναγία και οι άγιοι έχουν μόνιμα εγκατασταθεί στην κατοικία του. Είναι «καθέντρα» τους.

Επικοινωνία με τις «υπερκόσμιες δυνάμεις»
Στη δεύτερη φάση, η θεϊκὴ παρουσία γίνεται πιο φανερή. Η επικοινωνία τού Μακρυγιάννη με τις υπερκόσμιες δυνάμεις δεν πραγματοποιείται πια με τα όνειρα, αλλά με μια γυναίκα, που παίζει το ρόλο τού ενδιάμεσου, τού αγγελιαφόρου. Είναι μια γνώριμη τού σπιτιού, Χριστίνη το όνομά της, αγύρτισσα κατά τα φαινόμενα. Γνωρίζοντας τη θρησκοληψία τού Μακρυγιάννη, τον ζυγὡνει και τον παγιδεύει. Μεταφέρει μηνύματα από την Παναγία και τους αγίους στο στρατηγό. Είναι «διορισμένη» από τον αφέντη θεό, επίσημος μυστικός ταχυδρόμος. Αφηγείται σημεία και τέρατα, υπερκόσμια και θαυμαστά, σημαδιακά πράγματα. Γνωρίζει συμβάντα τής προσωπικὴς ζωής τού Μακρυγιάννη και τα εκμεταλλεύεται προσαρμόζοντάς τα στις θεϊκές παραγγελίες. Αποσβολὡνεται ο ταλαίπωρος Μακρυγιάννης και εγκαταλείπεται βαθύτερα στο πέλαγος τής θρησκοληψίας του.

Χριστίνη: Η αγγελιαφόρος των επουράνιων δυνάμεων
Η τετραπέρατη Χριστίνη εγκαινιάζει τη δράση της με εντολές για τάματα, δωρεές και ελεημοσύνες. «Την άλλη αυγή πήγε ο Χριστός και η Θεοτόκος και τής λένε. Σύρε να πεις τού Γιάννη... να φκιάσει την εκκλησίαν μας... (σ. 54). Και να φκιάσεις μίαν σκεπή τού τέκνου τής Φανερωμένης... και ένα σκέπασμα τού δισκοποτηρού της, όπου το΄χουν απεριποίητον. Βαλ΄τα εις τις εικόνες σου και τα λαβαίνουν και τα πάνε». Με ένθεο ζὴλο ο Μακρυγιάννης ξοδεύει και ετοιμάζει τη σκεπή και το κάλυμμα. «Τα΄φκιασα και τά΄βαλα, και την αυγή  δεν τα ήβρα» (σ. 101). Η πανούργα Χριστίνη είχε θαυματουργήσει.

Μέρα και νύχτα οι επουράνιες δυνάμεις ενασχολούνται με τον Μακρυγιάννη και τα οικογενειακά του. Κάποτε αρρώστησε η σύζυγος. «Μού λέγει αυτή η γυναίκα, τέσσερα μερόνυχτα έκανε μετάνοιες και έκλαιγε η χάρη της (η Παναγία) και περικαλείταν στο θεό για να γιάνει» (σ. 123).

Η μυστική επικοινωνία διαμέσου τής γυναίκας δεν είναι μονόδρομος. Στέλνει και ο Μακρυγιάννης παραγγελίες με τον ταχυδρόμο. Ρωτάει την Παναγία, τι λέει ο αφέντης θεός, να τα γράφει όλα αυτά; Όταν μετέφερε το μήνυμα η  Χριστίνη, βρισκόταν μπροστά και ο Χριστός. Η απάντηση τού παντοδύναμου: «Πες τον Γιάννη, ας τα γράψει και ας τα βάνει εις το προσκέφαλό του και τα βλέπομεν» (σ. 95). Πρέπει να υποθέσουμε, ότι στην απάντηση αυτή, ευρηματική επινόηση τής τετραπέρατης Χριστίνης, χρωστάμε το δεύτερο χειρόγραφο τού Μακρυγιάννη, που συντάσσεται υπό την αθέατη λογοκρισία των ουρανών.

Στα «Απομνημονεύματά» του ο Μακρυγιάννης δεν χάνει ευκαιρία για επίδειξη μάλλον αμφισβητίσιμης μετριοφροσύνης. Αυτή η «μετριοφροσύνη» μετατρέπεται στα «Οράματα και Θάματα» υπό το κράτος άλλων ψυχικών καταστάσεων, σε ταπεινοφροσύνη και αυτοεκμηδενισμό. Εδώ η αυτοσυντριβή γίνεται μπροστά στό θεό. «Ότι εγώ είμαι πλέον αχάριστο θερίον... ότ΄είμαι ο χειρότερος απ΄ούλο του το πλάσμα (σ. 121,103)... μέναν, τον χειρότερόν σου σκλάβον (σ. 121)... εγώ είμαι ανάξιος, όκνός (σ. 111)... ότι εγώ είμαι αμαρτωλός περισσότερον απ' ούλους τό πλάσμα τού θεού, κανένα κακόν δεν  άφησα εις την γης (σ. 153)... οπούχω αμαρτἰες άμμος τής θαλάσσης... οι κακίες μου, οι βλαστήμιες μου, τα κακά μου έργα (σ. 156)... Συγχώρεσε, Κύριέ μου, σε περικαλώ τους ατομικούς μου οχτρούς, ότι εγώ τους ἔφταιξα και τους φταίγω» (σ. 157). Ο Μακρυγιάννης μιμείται άθελά του στην εντέλεια το ύφος ιεροκηρυγμάτων, προφητικών ή αποκαλυπτικών κειμένων, αλλά και διδαχών, που εγκωμιάζουν τη χριστιανική ταπεινοσύνη.


Μια άλλη φορά ρώτησε την Παναγία για ένα θησαυρό, που σύμφωνα με κάποια πληροφορία, βρισκόταν στο τουρκομερίτικο. «Πριν τής το ειπεί, η  γυναίκα τής χάρης της, τής το είπε (εκείνη) πρωτύτερα: “Είναι τα χρήματα αυτά αλήθεια, και όποτε η ώρα τού αφεντός μας θα χρησιμεύσουν διά τους αγωνιστάς και διά τους ναούς του”» (σ. 107, 206-207). Υπήρχε και στο περιβόλι του ένας θησαυρός -«βλησίδι χρημάτων- αλλά από «ανοησία» δεν το κράτησε μυστικό. Κι όταν πήγε με τους αγίους να το ξεθάψει, βρήκαν «ένα θερίον ψόφιον» (σ. 205). Ολοζώντανες οι λαϊκές δοξασίες και παραδόσεις για τους «δρακοδεμένους» θησαυρούς.

Ασκητεία, νηστείες, προσευχές, γονυκλισίες, θυμιατίσματα
Ο Μακρυγιάννης βυθίζεται με κατανυκτική αγαλλίαση σε ένα μυστικιστικό θάμβος. «Αν δεις όλα αυτά» (που βλέπει η γυναίκα), γράφει εκστατικός και περιδεής, «ευτύς τρελλαίνεσαι και χάνεσαι» (σ. 134). Είναι πια τυφλό όργανο τής παμπόνηρης Χριστίνης. Απομονώνεται στήν κάμαρα με τις εικόνες και τα καντήλια, περιορίζει τή γυναίκα του στο ισόγειο, «διά να είμαι ήσυχος και παστρικός» (σ. 106-107). Ασκητεύει, νηστεύει, ρίχνεται στις προσευχές, στις γονυκλισίες, στα θυμιατίσματα.

Χριστός και Παναγία στέλνουν δώρα στον Μακρυγιάννη
Αλλά δεν αρκούν τα μηνύματα από το ουράνιο βασίλειο. Καταφθάνουν και δώρα. Όχι δώρα τής φαντασίας και τού ονείρου, άυλα, έρχονται δώρα υλικά, απτά, εγκόσμια. «Και τότε έδωσε (ο Χριστός) τής Θεοτόκος ένα δαχτυλίδι, και η Θεοτόκο τής γυναικός όπου με φωτίζει, και τής είπε να μού το δώσει εμένα, και μού τό΄δωσε και το έχω ως τώρα» (σ. 93, 125-126, 128). Ακολουθούν απανωτά τα θεϊκά χαρίσματα. Ένα κομμάτι από το φόρεμα τού Χριστού, άσπρο με μαύρες βούλες, αγιασμένος άρτος και ένα είδος αμβροσίας. «Ήρθε την αυγή η γυναίκα και μού΄φερε ένα ύψωμα, τής τόδωσε η χάρη της να το φάμε μαζί με τη γυναίκα μου» (σ.125). Επίσης τρία ρακοπότηρα με μεταλαβιά τού  Χριστού. «Το΄φαγα... και το γυαλί το βάλαμε εις τις εικόνες» (σ. 128-130).

Ο Γιαχβέ στέλνει έγγραφα στο Μακρυγιάννη
Προφορική επικοινωνία, αλλά και αλληλογραφία. Ακόμα και έγγραφα από τους ουρανούς κομίζει ο μυστικός ταχυδρόμος, η Χριστίνη, στον Μακρυγιάννη. Γραπτό πιστοποιητικό προστασίας από τον ίδιο το θεό, «δίπλωμα», εγγυητική επιστολή. «Να το βάλεις με το δακτυλίδι τού αφεντός μας απάνω σου εις το χαϊμαλί σου. Είναι το δίπλωμά σου και η φύλαξή σου» (σ. 105). Ένα άλλο γραπτό μήνυμα από το θεό έφθασε στον Μακρυγιάννη δια μέσου των αγίων: «...ένα γραμμένο χαρτί και έλεγε: «Ν’ ακούς ό,τι σού λέγει η Θεοτόκο, είναι λόγοι δικοί μου... το χαρτί... τ’ ανασπάστηκα και τόκαψα» (σ. 129).

Τα ονειρικά δώρα των αγίων
Τα άλλα δώρα, τα ονειρικά, αναρίθμητα. «Κασέλα χρυσή και μέσα είχε σταυρούς», «κασελοπούλα» (σ. 84,88), «ένα χρυσόν μαστέλον» (σ. 84), χρυσή κολυμπήθρα και πολυέλαιος (σ. 112), σταυροί (σ. 83, 84), κάσα με άγια λείψανα (σ. 119, 129), ένα χρυσό πουλί από τον Άγιο Στυλιανό (σ. 90), χρυσός μπερντἐς από την Παναγιά την «Πουρσιώτισσα» (σ. 69), δισκοπότηρο, χρυσή σαίτα, «λαμπρόν τουφέκι και σπαθί», στεφάνια, φούντες και γαϊτάνια. Και στη γυναίκα του: «Μια χρυσή ποδιά με κλώσια χρυσά ολόγυρα και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, έλαμπαν, και με σταυρόν» (σ. 74).

Τελικά, θα γίνει απολογισμός και καταγραφή των δώρων. Συμβολαιογράφος ο Άη-Σπυρίδωνας, καταμετρητής η Παναγία. Οριστική η εκχώρηση και μάλιστα με κληρονομικό δικαίωμα. Λεει ο θεός: «Λάβε τα, Γιάννη, είναι τής βασιλείας σου και των απογόνων σου» (σ. 215).

Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι όλα αυτά τα δώρα είναι κυρίως εκκλησιαστικά σκεύη, στολίδια των ναών, είδη αμφιέσεων όπως εμφανίζονται στις βυζαντινές εικόνες και τις αγιογραφίες. Χρυσά αντικείμενα και κατακόσμητες ενδυμασίες. Τίποτα σχεδόν από την περιοχή τής φαντασίας. Τα θεϊκά χαρίσματα θυμίζουν τον πλούτο των ναών και των μοναστηριών, τα άγια λείψανα και τα ιερά  κειμήλια, που προσκυνούν οι πιστοί κατά τους χριστιανικούς αιώνες στην Πόλη και στην Ιερουσαλήμ, και λιγότερο εγκόσμια χλιδή.

Κάποτε, παίρνει τέλος η διαμεσολάβηση τής Χριστίνης, ο ρόλος τού επίσημου ταχυδρόμου ανάμεσα στις θεϊκές δυνάμεις και τον Μακρυγιάννη («την έχομε διορισμένη και βλέπει και ακούγει και να σού λέγει» (σ. 94) ύστερα από βίαιη παρέμβαση τής γυναίκας του. Αγριεύει η Μακρυγιάνναινα από τα καμώματα τής παρείσακτης και αξιώνει να μην ξαναπατήσει στο σπίτι. Τέλος στην επικοινωνία τού Μακρυγιάννη με το ουράνιο βασίλειο.

Σελαγισμός υπερκόσμιων τοπίων
Αλλά στο μεταξύ, ο Μακρυγιάννης είχε αποκαταστήσει άμεση επαφή με τον θεϊκό κόσμο. Με τις δικές του φαντασιώσεις και τους οπτασιασμούς του. Δεν χρειαζόταν πια διαγγελέα. Είναι η τρίτη φάση τής ψυχικής του περιπέτειας. Και η σημαντικότερη.

Όχι πια στον ύπνο του, όχι όνειρα. Βλέπει «εν εγρηγόρσει», οραματίζεται. «Ήμουν ξύπνιος και χαυνωμένος ως μεθυσμένος», γράφει, εξεικονίζοντας με ενάργεια τη συμπτωματολογία (σ. 141). «Τοτε, δια να ιδώ ότ’ είμαι ξύπνος, ρίχνω μαντήλι κάτω, ταμπακέλα, μαχαίρι και άλλα» (σ. 99).

Εἰχαν αρχίσει από το 1845 οι παραισθήσεις. «Τηράγω απάνω εις τις εικόνες και βλέπω τον ουρανόν» (σ. 113). Βλέπει, πως τον στεφανώνουν στην Αγία Ειρήνη, βλέπει τα χέρια τού παντοκράτορα να τον ευλογούν (σ. 101), την Παναγία και τους αγίους να τον παρηγορούν, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη καβαλάρηδες στο περιβόλι του (σ. 68), τον Αη-Λιά να τον φωνάζει στή βρύση (σ. 19), το πεθαμένο παιδάκι του, με στεφάνι στο κεφάλι, να προσεύχεται και να «περικαλείται δια την πατρίδα του και θρησκεία του και τους τίμιους ανθρώπους» (σ. 146, 158-159).

Το άρθρο λόγω έκτασης έχει αναρτηθεί σε δύο μέρη.

Τέλος Α΄μέρους τού άρθρου.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Κουτσογιωργικές αναμνήσεις

  Το  πόσο  αντιδημοκρατικό και  αυταρχικό δημιούργημα ήταν το ΠΑΣΟΚ,  το έχει αποδείξει η ιστορία και  απορώ πώς υπάρχουν  ακόμη δρόμοι και λεωφόροι με το  όνομα του  ιδρυτή του.

Λόγω των ημερών θυμήθηκα δυο  εκλογικά πραξικοπήματα.
Το  ένα  αφορά την εκλογή του Χ. Σαρτζετάκη ως προέδρου της  δημοκρατίας με την ψήφο του Αλευρά και  τα  χρωματιστά ψηφοδέλτια για να  επιτευχτεί ο  πασοκοκός  στόχος.
Από τότε καθιερώθηκε η  αντιδημοκρατική  φανερή ψηφοφορία.

Το  άλλο το  εξοργιστικό είναι ,   όταν ο  Κουτσόγιωργας  είδε  πως  το  κόμμα του χάνει το παιχνίδι
έφτιαξε  έναν  εκλογικό νόμο στα  μέτρα  του για να  εμποδίσει  την άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία το 1989.
Δεν  επέτρεπε  για  κανέναν λόγο  να  ανοίξει το χρονοντούλαπο της  Ιστορίας και να πεταχτεί από  μέσα ο Μητσοτάκης.
Κι  έτσι ενώ το  ΠΑΣΟΚ το 1981 με ποσοστό  48%  έβγαλε 172  έδρες,  το 1990 ο Μητσοτάκης με
σχεδόν 47% μόνο  150 και χρειάστηκε να κυβερνήσει με τον Κατσίκη και τον κολαούζο του Σαμαρά Συμπιλίδη.
Άλλη θα  ήταν η  πορεία και η  θέση της Ελλάδας άν δεν έπεφτε στην ανέντιμη παγίδα του Κουτσόγιωργα, ο  κρητικός  πολιτικός.

Δυστυχώς  όμως η  Ελλάς  τότε  την  πάτησε !!!

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΠΤΩΣΗ

  Έτσι   έληξε, μετά  από  πολλά χρόνια,  η θρασύτητα , η αλαζονεία  και η οκνηρία του  ξεδοντιασμένου  πράσινου  ήλιου με  την οποία η  χώρα  βάδισε  από το 1981
και οδηγήθηκε εδώ που  είμαστε..

  Έτσι το μυαλό μας πάει στους κουτσογιωργικούς χρόνους, που  δικαιούντο να  ομιλούν μόνο οι πρασινοφρουροί οι οποίοι  άλωσαν κάθε χιλιοστό της δημόσιας διοίκησης.

  Το τσοχατζοπουλικό ύφος και  ήθος που βασίλεψαν στη ζωή μας ,  γκρεμίστηκαν  παταγωδώς.
Ο  υπεύθυνος και όχι ανεύθυνος  λαός,  που υμνούσε τον τσαρλατάνο της πολιτικής Α. Παπανδρέου και τον θέωσε εν ζωή και μετά θάνατον μπορεί τώρα  να  αυτοκτονήσει
γα τις κατ΄ επαναληψη κάθε λαθεμένες  επιλογές του

www.roderikos.blogspot.com