Αυτό το Πάσχα ήταν καλό,
είχαμε μόνο ένα νεκρό και μια τουρίστρια που χαροπαλεύει. Το 2011 ήταν
6, νομίζω, οι νεκροί. Είναι δύσκολο να γράψεις κάτι όταν η
πραγματικότητα είναι ακατανόητη, όταν η βλακεία και η σκληρότητα των
ανθρώπων σε ξεπερνάει. Ένας νεκρός στο Ρέθυμνο και ένας σοβαρά
τραυματισμένος στο πρόσωπο, μία δίνει μάχη στην εντατική και άλλοι 6
τραυματίες στη Σαντορίνη, ένας έχασε το μάτι του στο Αγρίνιο, οι γιατροί
λένε ότι κάθε τέτοιες μέρες μεταφέρονται στα νοσοκομεία πάνω από 100
νεαρά παιδιά τραυματισμένα, ακρωτηριασμένα. Είναι το έθιμο. Είναι
πράγματι το έθιμο; Δεν είμαι σίγουρος. Και παλιά είχαμε βαρελότα την
Ανάσταση, ήμασταν μικροί και φοβόμασταν τις «στρακαστρούκες». Όμως αυτό
που συμβαίνει έχει άλλη εξήγηση, δεν μοιάζει σε τίποτα με παλιά.
Τώρα είναι περισσότερο μια τυφλή επίδειξη δύναμης, είναι προσπάθεια να φοβίσεις, να τρομοκρατήσεις τον άλλο, να κάνεις «ζημιά». Δυναμίτες και σίδερα μέσα στα βαρελότα δεν είναι «πυροτεχνήματα», είναι αυτοσχέδιες βόμβες, είναι απόπειρα φόνου. Πότε ξαφνικά έγιναν οι μισές περιοχές της Ελλάδας «παραδοσιακά αξιοθέατα» όλο και πιο φαντασμαγορικών, όλο και πιο κραυγαλέων, δηλαδή επικίνδυνων, αναπαραστάσεων πολεμικών βομβαρδισμών; Η τηλεόραση, ο ανταγωνισμός, η κουλτούρα του «πιο», πιο πολύ, πιο δυνατά, πιο «εκρηκτικό» το θέαμα. Μέχρι που το θέαμα γίνεται δράμα στο νοσοκομείο. Γιατί Θεέ μου μας τιμωρείς έτσι, η κακιά η ώρα, λένε μετά τα μηνύματα, οι αυτόπτες. Ακόμα και μετά την καταστροφή κανείς δεν αναλογίζεται τις ευθύνες του δράστη, της κοινότητας που επιτρέπει τη βία. Μας τιμωρεί ο Θεός αν πυροβολείς μέσα στον κόσμο, φταίει η κακιά η ώρα όταν τα όπλα βγαίνουν και πυροβολούν στους γάμους, τα βαφτίσια, τις γιορτές. Τα όπλα όμως είναι φτιαγμένα για να σκοτώνουν, όχι για επίδειξη, αυτό το ξέρει κάθε επαγγελματίας όχι όμως οι πανηγυριώτικοι πιστολέρος της πλάκας. Ακόμα και στην Κρήτη που έχει παράδοση στα όπλα, ψέμα είναι πως έτσι ήταν πάντοτε τα πράγματα. Κάποιος, κάπου έβγαζε ένα όπλο και πυροβολούσε στον αέρα, όμως είναι αυτές τις τελευταίες δεκαετίες που έγινε το νησί ένοπλη χώρα με τα χιλιάδες καλάσνικοφ να πουλιούνται και να αγοράζονται σαν παιχνίδια. Πριν 30 χρόνια αν κάποιος είχε περίστροφο, αν είχε σωματοφύλακες, θα ήταν αποσυνάγωγος, θα ντρεπόσουν και να του μιλάς.
Είναι τα τελευταία χρόνια που τα όπλα και οι μπράβοι έγιναν σύμβολα δύναμης και πλούτου στην κοινωνία μας. Είναι τα τελευταία χρόνια που η κοινωνία μας αποδέχτηκε ως φυσική, ζήλεψε, λάτρεψε την ωμή δύναμη. Είναι τις τελευταίες δεκαετίες που ξεφύγαμε ως κοινωνία, που η συμπεριφορά μας αποπνέει σκληρότητα, αδιαφορία για τον άλλο, επιθυμία επιβολής και επίδειξης. Παντού, όχι μόνο στις κραυγαλέες περιπτώσεις όπως με τα βαρελότα-φονικά όπλα. Κάποτε τις Απόκριες ο κόσμος έβγαινε έξω με μάσκες, έκανε βόλτες, έπινε και φλέρταρε. Μετά εμφανίστηκαν κάτι πλαστικά ρόπαλα και το παιχνίδι ήταν να χτυπάς στο κεφάλι με όλη σου τη δύναμη τις άλλες παρέες. Σκληρότητα, ελάχιστα κρυμμένη αντικοινωνική συμπεριφορά, βία που ξεχειλίζει, περιφρόνηση σε κάθε κανόνα κοινωνικής συμβίωσης.
Μέχρι τώρα σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Τώρα τα θύματα περιλαμβάνουν και τουρίστες. Δεν ξέρουν καν ότι στο σύγχρονο «συνδεδεμένο» κόσμο, η περιπέτεια της Αμερικανίδας τουρίστριας που ήρθε να περάσει το Πάσχα της στη Σαντορίνη θα γίνει, μέσω media και internet, ιστορία στα μάτια όλου του πλανήτη. Δεκάδες χιλιάδες ακυρώσεις θα στοιχίσει για το καλοκαίρι, για το επόμενο Πάσχα, δεκάδες διαφυγόντα εκατομμύρια για τον τουρισμό. Δηλαδή για το βιοτικό επίπεδο ενός λαού σε οικονομική κρίση που το κάθε ευρώ μετράει. Δεν πειράζει, όμως, είναι το έθιμο.
Είναι παραδοσιακό έθιμο και η μεταφορά του Αγίου Φωτός με «τιμές αρχηγού κράτους»; Τι είναι το Άγιο Φως, η Μέρκελ; Αν το έλεγες στους γονείς μας πριν 30 χρόνια αυτό, μάλλον θα το θεωρούσαν ιεροσυλία, υποβιβασμό του θείου, σε κοσμικά μεγέθη, καθημερινά. Μια έμπνευση κάποιων ταξιδιωτικών γραφείων, ένα καλόπιασμα της εκκλησίας από την πολιτική εξουσία εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μας το κληροδότησε κι αυτό. Ήταν τότε που πάλι η χώρα, σε γενική πολιτική παρακμή, έχανε το μέτρο και άφηνε το πεδίο ελεύθερο για κάθε εκμετάλλευση, κάθε επικερδή παραπλάνηση. Η Τίμια Ζώνη πήγαινε στον άρρωστο πρωθυπουργό για να τον κάνει καλά και μετά έκανε καθημερινές περιοδείες με το αζημίωτο σε αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και άλλες επιχειρήσεις θεοσεβούμενων πλουσίων της εποχής για να ευλογήσει τις δουλειές τους. Μετά ήρθαν τα Βατοπέδια.
Μπορεί ο Ν. Δήμου να θεωρεί την αποστολή αεροπλάνου, τη συνοδεία υπουργού και 8μελούς ομάδας, τα αγήματα που υποδέχονται με τον εθνικό ύμνο το καντήλι, μια πολυέξοδη και κακόγουστη παράσταση; Φυσικά μπορεί, ως πολίτης, να μιλάει για οτιδήποτε αφορά την πολιτεία. Όπως κι εγώ να του πω, έλα, μωρέ, τι έγινε για ένα ταρατατζούμ παραπάνω, μπορεί να αποκτήσουμε και θρησκευτικό τουρισμό, έτσι ζει ο κόσμος, με μύθους και παραμύθια. Αυτό που δεν επιτρέπεται όμως σε μια δημοκρατική χώρα είναι το μίσος, οι απειλές, «να σαπίσει το στόμα του», οι προσβολές και ο εκφοβισμός σε όποιον τολμάει να πει το παραμικρό που δεν αρέσει στο σκοταδισμό. Από ένα δημόσιο λειτουργό, από έναν που πληρώνεται από τους φορολογούμενους για να κηρύττει, υποτίθεται, την αγάπη.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι οι γνωστοί επαγγελματίες της εμπορικής επιχείρησης «πατρίδα-ορθοδοξία», είναι οι υπόλοιποι. Είναι τα πολιτικά κόμματα που δεν τολμάνε να κόψουν με το μαχαίρι τον εκφοβισμό, εκλογές έρχονται. Είναι τα μέσα ενημέρωσης που ξεχνάνε ότι δημοσιογράφος σημαίνει γεγονότα, αποδείξεις, εξακρίβωση. Και μεταδίδουν το «θαύμα». «Το Άγιο Φως έφτασε στην Ελλάδα και με πλοία, αεροπλάνα, μεταφέρθηκε σε κάθε εκκλησία της πατρίδας μας». Δηλαδή σε μια εκκλησία σε ορεινό χωριό, σ’ ένα μοναστήρι της Ανάφης, το Άγιο φως είναι λιγότερο άγιο; Έπειτα ακολουθεί η ερώτηση, εσύ συμφωνείς με τον Δήμου; Γιατί, αν ναι, είσαι άθεος. Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα του 2014. Ποια είναι η γνώμη σου για το κρυφό σχολειό; Ανάβει μόνο του το κερί στα Ιεροσόλυμα; Μήπως είσαι άθεος; Μήπως δεν είσαι πατριώτης;
Σε άλλες χώρες κάνουν τον Λίνκολν, τον πατριάρχη του κράτους τους, κυνηγό βρικολάκων σε ταινίες, πατέρα εξώγαμων με μαύρες σκλάβες, σε άλλες χώρες κάνουν τους Μόντι Πάιθον, εδώ απαγορεύεται να εκφέρει ένας συγγραφέας τη γνώμη του. Κινδυνεύει με αφορισμό. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι όλα αυτά δεν έχουν σχέση με πίστη, με θρησκείες, με ιστορία, με το 1821. Έχουν μόνο με πολιτική. Σιωπούν και έτσι κερδίζει πάντα η πολιτική της καθυστέρησης.
Είναι το έθιμο, εμείς κρατάμε τις παραδόσεις; Καμία παράδοση μεταφοράς με αεροπλάνο δεν είχαμε, κι αυτό είναι μια εφεύρεση των χρόνων που η κοινωνία μας άρχισε να φαλτσάρει. Μια θορυβώδης, επιδεικτική πολυτέλεια κατάλληλη για τα χρόνια της δανεικής χλιδής, της ψεύτικης μεγαλοπρέπειας.
Πήγα σε δύο εκκλησίες αυτό το Πάσχα, στη γειτονιά της παιδικής μου ηλικίας. Γιατί έτσι είναι αυτή η γιορτή, τρυφερότητα, σύνδεση με το χρόνο, με τη γη, με το θάνατο και τη ζωή που ξαναρχίζει κάθε άνοιξη, χωρίς να ξεχνάει. Χρειάζεται κανένα επιπλέον εφέ αυτή η γιορτή, παραπάνω από τη μυσταγωγία της ανοιξιάτικης ελληνικής νύχτας; Χρειάζεται αεροπλάνα και αγήματα στρατιωτών;
Όλα έμοιαζαν ίδια και συγχρόνως πιο φθαρμένα. Ακόμα και από πέρυσι, από πρόπερσι. Η τελετή έμοιαζε να βιάζεται, χωρίς πανηγυρικό τόνο, χωρίς εξέδρες, χωρίς φώτα, διεκπεραίωναν τη δουλειά τους δημοσιοϋπαλληλικά. Με μια ντουντούκα έψελναν, διέκοπταν τους ύμνους μιλώντας, ω γλυκύ μου έαρ, παρακαλώ τους αστυνομικούς να ανοίξουν διάδρομο, γλυκύτατό μου τέκνο, μη σπρώχνεστε, βαδίζετε στην ουρά πίσω από τους αστυνομικούς…
Όπως όλο το ελληνικό κράτος, εικόνα εγκατάλειψης, βαρεμάρας, φθοράς. Την ίδια ώρα, υψιπετείς τόνοι, μεγαλοπρεπείς τελετές, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, το θαύμα του αγίου φωτός, η Αγία Λαύρα, ο Κολοκοτρώνης, να σαπίσουν τα στόματα των απίστων. Η Ελλάδα που χρεοκόπησε.
Σκληρότητα, βλακεία, αντικοινωνική συμπεριφορά, επιδεικτικές τελετές, αδιαλλαξία. Δυναμίτες και θαύματα. Μιλάμε συχνά για τις δυνάμεις της καθυστέρησης. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που έχει μείνει πίσω. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που πήγε πίσω.
Τώρα είναι περισσότερο μια τυφλή επίδειξη δύναμης, είναι προσπάθεια να φοβίσεις, να τρομοκρατήσεις τον άλλο, να κάνεις «ζημιά». Δυναμίτες και σίδερα μέσα στα βαρελότα δεν είναι «πυροτεχνήματα», είναι αυτοσχέδιες βόμβες, είναι απόπειρα φόνου. Πότε ξαφνικά έγιναν οι μισές περιοχές της Ελλάδας «παραδοσιακά αξιοθέατα» όλο και πιο φαντασμαγορικών, όλο και πιο κραυγαλέων, δηλαδή επικίνδυνων, αναπαραστάσεων πολεμικών βομβαρδισμών; Η τηλεόραση, ο ανταγωνισμός, η κουλτούρα του «πιο», πιο πολύ, πιο δυνατά, πιο «εκρηκτικό» το θέαμα. Μέχρι που το θέαμα γίνεται δράμα στο νοσοκομείο. Γιατί Θεέ μου μας τιμωρείς έτσι, η κακιά η ώρα, λένε μετά τα μηνύματα, οι αυτόπτες. Ακόμα και μετά την καταστροφή κανείς δεν αναλογίζεται τις ευθύνες του δράστη, της κοινότητας που επιτρέπει τη βία. Μας τιμωρεί ο Θεός αν πυροβολείς μέσα στον κόσμο, φταίει η κακιά η ώρα όταν τα όπλα βγαίνουν και πυροβολούν στους γάμους, τα βαφτίσια, τις γιορτές. Τα όπλα όμως είναι φτιαγμένα για να σκοτώνουν, όχι για επίδειξη, αυτό το ξέρει κάθε επαγγελματίας όχι όμως οι πανηγυριώτικοι πιστολέρος της πλάκας. Ακόμα και στην Κρήτη που έχει παράδοση στα όπλα, ψέμα είναι πως έτσι ήταν πάντοτε τα πράγματα. Κάποιος, κάπου έβγαζε ένα όπλο και πυροβολούσε στον αέρα, όμως είναι αυτές τις τελευταίες δεκαετίες που έγινε το νησί ένοπλη χώρα με τα χιλιάδες καλάσνικοφ να πουλιούνται και να αγοράζονται σαν παιχνίδια. Πριν 30 χρόνια αν κάποιος είχε περίστροφο, αν είχε σωματοφύλακες, θα ήταν αποσυνάγωγος, θα ντρεπόσουν και να του μιλάς.
Είναι τα τελευταία χρόνια που τα όπλα και οι μπράβοι έγιναν σύμβολα δύναμης και πλούτου στην κοινωνία μας. Είναι τα τελευταία χρόνια που η κοινωνία μας αποδέχτηκε ως φυσική, ζήλεψε, λάτρεψε την ωμή δύναμη. Είναι τις τελευταίες δεκαετίες που ξεφύγαμε ως κοινωνία, που η συμπεριφορά μας αποπνέει σκληρότητα, αδιαφορία για τον άλλο, επιθυμία επιβολής και επίδειξης. Παντού, όχι μόνο στις κραυγαλέες περιπτώσεις όπως με τα βαρελότα-φονικά όπλα. Κάποτε τις Απόκριες ο κόσμος έβγαινε έξω με μάσκες, έκανε βόλτες, έπινε και φλέρταρε. Μετά εμφανίστηκαν κάτι πλαστικά ρόπαλα και το παιχνίδι ήταν να χτυπάς στο κεφάλι με όλη σου τη δύναμη τις άλλες παρέες. Σκληρότητα, ελάχιστα κρυμμένη αντικοινωνική συμπεριφορά, βία που ξεχειλίζει, περιφρόνηση σε κάθε κανόνα κοινωνικής συμβίωσης.
Μέχρι τώρα σκοτωνόμαστε μεταξύ μας. Τώρα τα θύματα περιλαμβάνουν και τουρίστες. Δεν ξέρουν καν ότι στο σύγχρονο «συνδεδεμένο» κόσμο, η περιπέτεια της Αμερικανίδας τουρίστριας που ήρθε να περάσει το Πάσχα της στη Σαντορίνη θα γίνει, μέσω media και internet, ιστορία στα μάτια όλου του πλανήτη. Δεκάδες χιλιάδες ακυρώσεις θα στοιχίσει για το καλοκαίρι, για το επόμενο Πάσχα, δεκάδες διαφυγόντα εκατομμύρια για τον τουρισμό. Δηλαδή για το βιοτικό επίπεδο ενός λαού σε οικονομική κρίση που το κάθε ευρώ μετράει. Δεν πειράζει, όμως, είναι το έθιμο.
Είναι παραδοσιακό έθιμο και η μεταφορά του Αγίου Φωτός με «τιμές αρχηγού κράτους»; Τι είναι το Άγιο Φως, η Μέρκελ; Αν το έλεγες στους γονείς μας πριν 30 χρόνια αυτό, μάλλον θα το θεωρούσαν ιεροσυλία, υποβιβασμό του θείου, σε κοσμικά μεγέθη, καθημερινά. Μια έμπνευση κάποιων ταξιδιωτικών γραφείων, ένα καλόπιασμα της εκκλησίας από την πολιτική εξουσία εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μας το κληροδότησε κι αυτό. Ήταν τότε που πάλι η χώρα, σε γενική πολιτική παρακμή, έχανε το μέτρο και άφηνε το πεδίο ελεύθερο για κάθε εκμετάλλευση, κάθε επικερδή παραπλάνηση. Η Τίμια Ζώνη πήγαινε στον άρρωστο πρωθυπουργό για να τον κάνει καλά και μετά έκανε καθημερινές περιοδείες με το αζημίωτο σε αντιπροσωπείες αυτοκινήτων και άλλες επιχειρήσεις θεοσεβούμενων πλουσίων της εποχής για να ευλογήσει τις δουλειές τους. Μετά ήρθαν τα Βατοπέδια.
Μπορεί ο Ν. Δήμου να θεωρεί την αποστολή αεροπλάνου, τη συνοδεία υπουργού και 8μελούς ομάδας, τα αγήματα που υποδέχονται με τον εθνικό ύμνο το καντήλι, μια πολυέξοδη και κακόγουστη παράσταση; Φυσικά μπορεί, ως πολίτης, να μιλάει για οτιδήποτε αφορά την πολιτεία. Όπως κι εγώ να του πω, έλα, μωρέ, τι έγινε για ένα ταρατατζούμ παραπάνω, μπορεί να αποκτήσουμε και θρησκευτικό τουρισμό, έτσι ζει ο κόσμος, με μύθους και παραμύθια. Αυτό που δεν επιτρέπεται όμως σε μια δημοκρατική χώρα είναι το μίσος, οι απειλές, «να σαπίσει το στόμα του», οι προσβολές και ο εκφοβισμός σε όποιον τολμάει να πει το παραμικρό που δεν αρέσει στο σκοταδισμό. Από ένα δημόσιο λειτουργό, από έναν που πληρώνεται από τους φορολογούμενους για να κηρύττει, υποτίθεται, την αγάπη.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι οι γνωστοί επαγγελματίες της εμπορικής επιχείρησης «πατρίδα-ορθοδοξία», είναι οι υπόλοιποι. Είναι τα πολιτικά κόμματα που δεν τολμάνε να κόψουν με το μαχαίρι τον εκφοβισμό, εκλογές έρχονται. Είναι τα μέσα ενημέρωσης που ξεχνάνε ότι δημοσιογράφος σημαίνει γεγονότα, αποδείξεις, εξακρίβωση. Και μεταδίδουν το «θαύμα». «Το Άγιο Φως έφτασε στην Ελλάδα και με πλοία, αεροπλάνα, μεταφέρθηκε σε κάθε εκκλησία της πατρίδας μας». Δηλαδή σε μια εκκλησία σε ορεινό χωριό, σ’ ένα μοναστήρι της Ανάφης, το Άγιο φως είναι λιγότερο άγιο; Έπειτα ακολουθεί η ερώτηση, εσύ συμφωνείς με τον Δήμου; Γιατί, αν ναι, είσαι άθεος. Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα του 2014. Ποια είναι η γνώμη σου για το κρυφό σχολειό; Ανάβει μόνο του το κερί στα Ιεροσόλυμα; Μήπως είσαι άθεος; Μήπως δεν είσαι πατριώτης;
Σε άλλες χώρες κάνουν τον Λίνκολν, τον πατριάρχη του κράτους τους, κυνηγό βρικολάκων σε ταινίες, πατέρα εξώγαμων με μαύρες σκλάβες, σε άλλες χώρες κάνουν τους Μόντι Πάιθον, εδώ απαγορεύεται να εκφέρει ένας συγγραφέας τη γνώμη του. Κινδυνεύει με αφορισμό. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι όλα αυτά δεν έχουν σχέση με πίστη, με θρησκείες, με ιστορία, με το 1821. Έχουν μόνο με πολιτική. Σιωπούν και έτσι κερδίζει πάντα η πολιτική της καθυστέρησης.
Είναι το έθιμο, εμείς κρατάμε τις παραδόσεις; Καμία παράδοση μεταφοράς με αεροπλάνο δεν είχαμε, κι αυτό είναι μια εφεύρεση των χρόνων που η κοινωνία μας άρχισε να φαλτσάρει. Μια θορυβώδης, επιδεικτική πολυτέλεια κατάλληλη για τα χρόνια της δανεικής χλιδής, της ψεύτικης μεγαλοπρέπειας.
Πήγα σε δύο εκκλησίες αυτό το Πάσχα, στη γειτονιά της παιδικής μου ηλικίας. Γιατί έτσι είναι αυτή η γιορτή, τρυφερότητα, σύνδεση με το χρόνο, με τη γη, με το θάνατο και τη ζωή που ξαναρχίζει κάθε άνοιξη, χωρίς να ξεχνάει. Χρειάζεται κανένα επιπλέον εφέ αυτή η γιορτή, παραπάνω από τη μυσταγωγία της ανοιξιάτικης ελληνικής νύχτας; Χρειάζεται αεροπλάνα και αγήματα στρατιωτών;
Όλα έμοιαζαν ίδια και συγχρόνως πιο φθαρμένα. Ακόμα και από πέρυσι, από πρόπερσι. Η τελετή έμοιαζε να βιάζεται, χωρίς πανηγυρικό τόνο, χωρίς εξέδρες, χωρίς φώτα, διεκπεραίωναν τη δουλειά τους δημοσιοϋπαλληλικά. Με μια ντουντούκα έψελναν, διέκοπταν τους ύμνους μιλώντας, ω γλυκύ μου έαρ, παρακαλώ τους αστυνομικούς να ανοίξουν διάδρομο, γλυκύτατό μου τέκνο, μη σπρώχνεστε, βαδίζετε στην ουρά πίσω από τους αστυνομικούς…
Όπως όλο το ελληνικό κράτος, εικόνα εγκατάλειψης, βαρεμάρας, φθοράς. Την ίδια ώρα, υψιπετείς τόνοι, μεγαλοπρεπείς τελετές, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, το θαύμα του αγίου φωτός, η Αγία Λαύρα, ο Κολοκοτρώνης, να σαπίσουν τα στόματα των απίστων. Η Ελλάδα που χρεοκόπησε.
Σκληρότητα, βλακεία, αντικοινωνική συμπεριφορά, επιδεικτικές τελετές, αδιαλλαξία. Δυναμίτες και θαύματα. Μιλάμε συχνά για τις δυνάμεις της καθυστέρησης. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που έχει μείνει πίσω. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που πήγε πίσω.