Ο θάνατος του ζεϊμπέκικου
Κρύο χιόνι παγωνιά αναμμένο το τζάκι να πυρώνει με την κοκορόσουπα ν’ αχνίζει στην χύτρα τι άλλο να κάνουμε δυο ζευγάρια παρέα το ρίξαμε στα ρακόμελα μέχρι που έπεσε η φαϊνή ιδέα. «ρε δεν κατεβαίνουμε στο χάνι, Σαββάτο σήμερα θα έχει κόσμο και μεζέ καλό». Χωρίς δεύτερη σκέψη καβαλήσαμε τ’ όχημα και πήραμε δρόμο για το χάνι στον κάμπο. Όταν φτάσαμε είχε ήδη αρκετό κόσμο. Πιάσαμε τραπέζι ανάμεσα παράθυρο και τζάκι και το στρώσαμε στο φαγοπότι. Γύρω μας πρωτευουσιάνοι γουικέντηδες, ζευγάρια και οικογένειες που βγήκαν να ξεσκάσουν σαν άνθρωποι καμιά πενηνταριά νοματαίοι και, πρέπει να ‘μασταν. Ζεστή η ατμόσφαιρα κρασιά μεζέδες και ρακές να πηγαινοέρχονται κάποια στιγμή άναψε το κέφι και στήθηκε ο χορός.
Χοροί κυκλικοί με την φωτιά στην μέση, χοροί ελληνικοί, εξώστρεφοι, με φούρλες και καμώματα, με γέλια και νάζι, χοροί που λατρεύουν την βροχή και τον ήλιο, που δοξάζουν την φύση και τους κύκλους της. Χοροί που με τους αριστερόστροφους κύκλους τους ακολουθούν την κίνηση της γης σαν να δίνουν φόρα στην ζωή να πάει παραπέρα. Από μικρός μου άρεσε κι έμαθα να χορεύω. Είχα δασκάλους άξιους βουνίσιους και θαλασσινούς, καμπίσιους και νομάδες που μ’ έμαθαν πρώτα την ψυχή του κάθε χορού και μετά τα βήματά του. Διότι ο βηματισμός είναι το πρώτο που φαίνεται αλλά το τελευταίο που εκδηλώνεται. Ο χορευτής που ξέρει να χορεύει λίγο νοιάζεται για τα βήματα. Αυτά έρχονται από μόνα τους αρκεί να ξέρεις «το πνεύμα» του χορού και να βάζεις την ψυχή σου μέσα και τότε το σώμα απλώς ακολουθεί σαν αυτόματο.
Έτσι κουτσοπίνοντας και κουτσοτρώγοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας περνούσαν οι ώρες μέχρι που πήρε πιά να νυχτώνει για τα καλά, όμως ο κράσος στα κεφάλια μας στιγμή δεν μας άφηνε να σταθούμε και δώσ’ του χορό και δώσ’ του τραγούδι. Κάποια στιγμή λοιπόν πλησιάζει μια κυρία μεσόκοπη και τροφαντή τον γιό του κάπελα που είχε την μουσική επιμέλεια κάτι του ψιθύρισε τσιμπώντας του το μάγουλο κι έπιασε πόστο στην μέση του χορού μέχρι που ακούστηκαν οι πρώτες νότες της παραγγελιάς της. Ζεϊμπέκικος.
Μεμιάς όλες σχεδόν οι γυναίκες βρέθηκαν μπουλούκι στην μέση και οι άντρες πέριξ στα γόνατα να βαράνε παλαμάκια. Η κυρία που έδωσε την παραγγελιά στην μέση να μου θυμίζει φώκια έξω από το νερό ανάμεσα στο υπόλοιπο θηλυκό μπουλούκι που όλο μαζί όπως το έβλεπα περισσότερο μου έκανε με πάτημα σταφυλιών παρά για χορό και μάλιστα ζεϊμπέκικο. Και οι άντρε πάντα στα γόνατα να βαράνε παλαμάκια.
Ζεϊμπέκικο μ’ έμαθε ο μακαρίτης ο κυρ Κώστας. Παλιός ρεμπέτης περιπλανώμενος με τον αραμπά μανάβης στο επάγγελμα, φίλος του Μάρκου Βαμβακάρη, μικρασιάτης πρόσφυγας, άνθρωπος του μόχθου και του πόνου, είχε τον ζεϊμπέκικο στο αίμα του και παρηγοριά του. Όταν του ζήτησα να μου μάθει να τον χορεύω η πρώτη κουβέντα που μου είπε ήταν πως τον ζεϊμπέκικο δεν τον μαθαίνει κανείς αλλά τον βιώνει. Υποχωρώντας μπροστά στην επιμονή μου δέχτηκε τελικά κι έτσι ευτύχησα να μάθω ζεϊμπέκικο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο μάθημα. Έστρωσε τον ταβλά αγκινάρα κ-κιόφυλλα (φύλλα από κουκιά) και ρακί πιάσαμε ριζά μια ελιά από κάτου και μια ολόκληρη μέρα καθόταν και μού ‘λεγε για τον χορό αυτό.
Ζεϊμπέκικος: αρχαίος χορός της Θράκης που οι ζεϊμπέκηδες τον μετέφεραν στην μικρά ασία και από εκεί επέστρεψε μαζί με τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Χορός κατ’ εξοχήν ανδρικός πολεμικός συνεπακόλουθος της ήττας. Όταν ένας άνδρας χορεύει ζεϊμπέκικο έχει ήδη χάσει την μάχη οι συμπολεμιστές του είναι πια νεκροί και αυτός ο μόνος ζωντανός μάχεται να παραμείνει ζωντανός. Για τον χορευτή που χορεύει ζεϊμπέκικο δεν υπάρχουν άλλοι. Είναι μόνος του ηττημένος πονεμένος χωρίς δυνάμεις παραπαίει και παραπατά χάνει τον ρυθμό της ζωής και τον ξαναβρίσκει χτυπά απελπισμένα στα τυφλά εκλιπαρεί και οδύρεται είναι ζαλισμένος χαμένος λαβωμένος μόνος κι έρημος μα συνεχίζει. Όταν κάποιος χορεύει ζεϊμπέκικο δεν έχει πιά τίποτ’ άλλο να χάσει είναι ήδη νεκρός ψυχορραγεί και αυτό το ψυχορράγημα είναι οι κινήσεις του σώματος. Δεν υπάρχουν βήματα δεν υπάρχει αρχή μέση και τέλος δεν υπάρχει σχέδιο. Το σώμα αγωνίζεται να επιβιώσει όπως όπως. Πέφτει και ξανασηκώνεται γονατίζει και τρικλίζει στρίβει στα τυφλά έχει χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Γυρίζει ο χορευτής γύρω από τον εαυτό του κυκλωμένος από εχθρούς πόνους και βάσανα που τον χτυπούν από παντού. Πολεμάει για να ζήσει κι ας είναι ήδη νεκρός. Κάποιες φορές χτυπά το χέρι του στο πάτωμα όπως χτυπά ο νεκρός την πόρτα του Άδη. Ν’ ανοίξει να μπει να ησυχάσει. Αυτά μου έδινε ο κυρ Κώστας και πιάνοντας μια αράχνη που είχε στήσει τον ιστό της στα σκέρβελα της ρίζας που καθόμασταν της έκοψε τα πόδια με τον σουγιά και μ’ έβαλε να τα παρατηρώ. «τα βλέπεις»; μου ‘λεγε «τα βλέπεις τα ποδάρια πως κουνιούνται ακόμα κι ας είναι η αράχνη νεκρή; Ε αυτός είναι ο ζεϊμπέκικος κι όπως κάθε ποδάρι έχει τον δικό του διαφορετικό σπασμό έτσι και κάθε χορευτής έχει τον δικό του τρόπο τις δικές του κινήσεις» Ο χορός των νεκρών, ο χορός των χαμένων, ο χορός των πονεμένων. Ο χορός των μόνων όπως μόνοι είμαστε όλοι μπροστά στον πόνο και στον θάνατο.
Υπάρχουν δυό ειδών ζεϊμπέκικοι. Ο ένας είναι ο πεταχτός και τον χορεύουν οι νέοι. Ο άλλος είναι ο αργός ο βαρύς κι ασήκωτος, τον λένε γιουρούκικο και τον χορεύουν οι έμπειροι οι μάγκες. Ο πεταχτός έχει σάλτα και πηδήματα και πολεμάει από το στήθος κι απάνω. Στον πεταχτό δε ανήκουν και τα χτυπήματα της φτέρνας κίνηση που υποδηλώνει ότι ο χορευτής-πολεμιστής αντέχει ακόμα και στέκεται στα πόδια του και πως όσο οι φτέρνες του είναι αλάβωτες αυτός δεν πέφτει. Θυμήθηκε κανείς τον Αχιλλέα μήπως;;; Αντίθετα ο γιουρούκικος ζεϊμπέκικος είναι σέρτικος, ο χορευτής είναι σχεδόν ακίνητος και περιστρέφεται πολεμώντας χαμηλά, στην κοιλιά και κάτω. Μου λεγε ο κυρ Κώστας πως παλιά οι παππούδες του χρησιμοποιούσαν τον ζεϊμπέκικο σε επιδείξεις οπλομαχητικής με μαχαίρι.( Εδώ αξίζει να σημειώσω πως ο κυρ Κώστας ήταν αυτό που λέμε μαχαιράς και είχε πάντα πάνω του μια μικρή φαλτσέτα που δεν την αποχωριζόταν ποτέ και για κανένα λόγο).
Η ιεροτελεστία τώρα του ζεϊμπέκικου ξεκινάει πολύ πριν. Δεν νοείται είναι νόμος απαράβατος για να χορέψει κανείς τον χορό αυτό να έχει πρώτα το κεφάλι του «γεμάτο» να έχει πιει δηλαδή αρκετά. «χωρίς θεία κοινωνία ζεϊμπέκικος δεν γίνεται» μου έλεγε ο κυρ Κώστας όπου ως θεία κοινωνία εννοούσε βέβαια την πόση μιας τουλάχιστον τρίλιτρης νταμιτζάνας κρασιού. «Η ζαλάδα της μάχης δεν διαφέρει γιέ μου από την ζαλάδα του κρασιού κι ο ζεϊμπέκικος είναι μάχη» μου ‘λεγε. Πιές για να χορέψεις και μην χορέψεις αν δεν πιείς, νόμος. Ένας άλλος νόμος του ζεϊμπέκικου είναι πως δεν χορεύεται ποτέ στο χώμα. Ο ζεϊμπέκικος χορεύεται στο πλακόστρωτο, στα μαρμαρένια αλώνια, στην πλατεία του χωριού και στην αυλή του χάρου. Ζεϊμπέκικος δεν χορεύεται στα οικογενειακά γλέντια στις χαρές και στα πανηγύρια παρ’ εκτός ως εξαίρεση αν ένας κάποιος θέλει να εκφράσει τον δικό του τον προσωπικό του πόνο ικετεύοντας εν μέσω της κοινότητας. Δεν είναι χορός της χαράς είναι χορός χθόνιος του θανάτου και του πόνου. Δεν δημιουργεί ατμόσφαιρα μόνο εκφράζει το συναίσθημα του χορευτή. Δεν εκφράζει το σύνολο εκφράζει μόνο τον πόνο του ενός που κάθε φορά χορεύει. Τον χορευτή που χορεύει ζεϊμπέκικο δεν τον ενοχλεί κανείς. Εκείνη την ώρα αυτός είναι ο ιερέας της ζωής του και ο ελάχιστος σεβασμός απαγορεύει γονατιστούς τριγύρω να του βαράνε παλαμάκια. Για να μην πω για κάτι κουτσαβάκικες γελοιότητες με κρασοπότηρα στο κεφάλι και για… διαλλείματα προς πόση.
Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να κάνω την θεωρία πράξη μ’ έβαλε ο κυρ Κώστας στην αυλή μ’ έκανε στουπί στο μεθύσι σηκώθηκε τρικλίζοντας κι αυτός μέτρησε τέσσερα επί τέσσερα βήματα οριοθέτησε τις γωνίες με βασιλικούς στην γλάστρα μου χάρισε ένα μαντήλι που ‘χε φέρει από την πατρίδα του μου το φόρεσε στο λαιμό και μ’ έβαλε να χορέψω. «κλαψε και χόρεψε τώρα που είσαι νιός και όλα τα μπορείς» μου είπε και αφού στραγγίξαμε άλλη μια φορά τα ποτήρια μπήκα στον χορό. Εκεί σ’ εκείνη την αυλή με τα ζουμπούλια τους βασιλικούς τις λεβάντες και τους πανσέδες μια φορά την εβδομάδα επί ένα ολόκληρο καλοκαίρι μάθαινα ζεϊμπέκικο. Στο τραπέζι ο κυρ Κώστας και ο πατέρας μου να κερνάνε και να πίνουν ο μεν πατέρας μου γελώντας τρανταχτά πως πάταγα σταφύλια ο δε κυρ Κώστας να χύνει το κρασί «σπονδή στ’ αγύριστο κεφάλι μου» όπως έλεγε αλλά στην πραγματικότητα για να χάσουμε το μέτρημα του πόσο ήπιε όπως του έλεγα. Μια φορά μάλιστα θυμάμαι εκεί που χόρευα «τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε» (μόλις είχα φάει μια γερή χυλόπιτα χαχα) μου έπεσε από την τσέπη ένα κέρμα κι έσκυψα ο νέος να το μαζέψω αλλά αμέσως πετάχτηκε ο κυρ Κώστας έδωσε μια κλωτσιά στο νόμισμα και με στριφογύρισε από τον ώμο «ρε αν η γκόμενα δεν άξιζε μία προς τι το ζεϊμπέκικο»; «στον πόλεμο θα έσκυβες να πιάσεις το κέρμα αν σου έπεφτε»; «ρε όταν πεθάνω εσύ θα σκέφτεσαι τις τσέπες σου»;
Έτσι λοιπόν τον έμαθα τον ζεϊμπέκικο και να που τώρα εικοσιπέντε χρόνια μετά στο χάνι τούτο εν μέσω κεφιού και γλεντιού να βλέπω ένα μπουλούκι γυναίκες να ξευτιλίζουν τον ζεϊμπέκικο κουνώντας τα βυζιά τους για να κάνουν κέφι κι ένα μάτσο ανδρείκελα γονατιστά να τους βαράνε παλαμάκια.
Δεν θα ξεχάσω τα λόγια που μου είχε πει ο μακαρίτης όταν τον ρώτησα αν οι γυναίκες δικαιούνται και μπορούν να χορέψουν ζεϊμπέκικο. Ναι-μου απάντησε- και μπορούν και δικαιούνται, όταν δεν έχει μείνει πια κανένας άντρας. Μόνο τότε, όταν δεν έχει μείνει κανένας άντρας. Βαριές κουβέντες και προφητικές μου έλεγε ο κυρ Κώστας αλλά τότε εγώ δεν το ήξερα ακόμα. Λίγο αργότερα όταν ο γιός του κάπελα έβαλε τσιφτετέλια το σκηνικό άλλαξε εντελώς. Ένα μάτσο ανδρείκελα να κουνάνε τις σαπιοκοιλιές τους χορεύοντας… τσιφτετέλι και από κάτω το άλλο μάτσο από ανδρόγυνες να χτυπάνε… παλαμάκια. Αίσχος!
Προχθές το βράδυ, εκεί στο χάνι, αργά στο τέλος, χόρεψα κι εγώ έναν ζεϊμπέκικο στον σηκωμό να φύγω. Τον χόρεψα κλαίγοντας για τον ζεϊμπέκικο που πέθανε. Τον χόρεψα κλαίγοντας για τις γυναίκες που έμειναν χωρίς άντρες. Τον χόρεψα για τους άντρες που έμειναν χωρίς γυναίκες. Τον χόρεψα ικετεύοντας για τα παιδιά που ποτέ δεν θα μάθουν τι είναι ο ζεϊμπέκικος. Τον χόρεψα και εισέπραξα… χειροκρότημα… τι ντροπή… εγώ να πονάω και αυτοί να με χειροκροτούν… σαδιστές, υβριστές, ανάγωγοι.
ΥΓ. βέβαια είδα και άλλα κουλά στον χορό όπως για παράδειγμα τσάμικο να τον σέρνει γυναίκα και οι άντρες να ακολουθάν από πίσω, είδα καλαματιανό να… σέρνεται και συρτό να.. ίπταται αλλά γι αυτά ίσως κάποια άλλη φορά να γράψω κάτι.
ΚΛΕΙΤΩΡ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
δυστυχως φιλε μου ετσι εχει η κατασταση σημερα. ιστοριες σαν τη δικη σου μου ελεγε καποτε κι ο παππους μου για το ζειμπεκικο. κι εγω οταν τυχει να χορεψω 2 πραγματα θα συμβουν. πρωτα θα ειμαι σχεδον πιτα απο το πιωμα. μετα θα σηκωθω να χοεεψω προειδοποιωντας τους γυρω μου να μην κανει το λαθος να μου χτυπησει παλαμακια κατα τη διαρκεια η μετα. κι αυτο δεν ειναι παντα ευκολο. αν εισαι σε πιστα κ μαζευτουν για παλαμακια αγνωστοι γυρω σου ειναι μεγαλη προσβολη αλλα δεν το ξερουν. ειναι σωστοτερο να διακοψεις το χορο στιγμιαια και να τους διωξεις παρα να δεχτεις τον εξευτελισμο(ελεγε ο παπους) οσες φορες το εχω κανει με κοιταξαν σαν να ειμαι τρελος. ασχετοι κακομοιρηδες. ολοι κ ολες
δυστυχως φιλε μου ετσι εχει η κατασταση σημερα. ιστοριες σαν τη δικη σου μου ελεγε καποτε κι ο παππους μου για το ζειμπεκικο. κι εγω οταν τυχει να χορεψω 2 πραγματα θα συμβουν. πρωτα θα ειμαι σχεδον πιτα απο το πιωμα. μετα θα σηκωθω να "χορεψω" προειδοποιωντας τους γυρω μου να μην κανουν το λαθος να μου χτυπησουν παλαμακια κατα τη διαρκεια η μετα. κι αυτο δεν ειναι παντα ευκολο. αν εισαι σε πιστα κ μαζευτουν για παλαμακια αγνωστοι γυρω σου ειναι μεγαλη προσβολη αλλα δεν το ξερουν. ειναι σωστοτερο να διακοψεις το χορο στιγμιαια και να τους διωξεις παρα να δεχτεις τον εξευτελισμο(ελεγε ο παπους) οσες φορες το εχω κανει με κοιταζαν σαν να ειμαι τρελος. ασχετοι κακομοιρηδες ολοι κ ολες
Δημοσίευση σχολίου