AMAN KOYZOYM,
AMAN ΓΙΑΒΡΟΥΜ...
Mαθήματα Τουρκικής άνευ διδασκάλου
σε νύκτες μαγικές κι ονειρεμένες...
Απ΄ τα βάθη τής Ασίας, στον Αlpha.
Τι ήταν κι αυτό προχθές το βράδυ βρε παναγίτσα μου σ΄ αυτή την τηλεοπτική εκπομπή τού Alpha, «Chart show - Υour countdown». Τι Chart show ρε καρντάση, Turk show λέγε καλύτερα, τσαχπίνα μου.
Θέμα τής εκπομπής: Τα «ελληνικά» τσιφτετέλια. Έτσι, παρέλασαν όλα τα τούρκικα, αιγυπτιακά, ινδικά και άλλων ασιατικών χωρών τραγούδια μπροστά από τα μάτια μας. Τώρα το πόσο ελληνικά ήτανε, αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Ήταν ελληνικά, όπως ο Νίνη(ς), ο Ηλιάδης, ο Τσουγκασβίλι και τα υπόλοιπα «ελληνό- πουλα» τής άρσης βαρών, αλλά και οι παλαιότεροι απόγονοι τού Περικλή και τού Αχιλλέα, η Μπουμπουλίνα, ο Μπότσαρης, οι Σουλιώτες και τόσες χιλιάδες άλλοι πατριώτες εξ αίματος και παιδείας... (Σ.σ.: Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...). Τι κι αν δε μίλαγαν γρί τα ελληνικά όλοι τους αυτοί, τι κι αν ήταν ξένοι, τι κι αν δεν είχαν ιδέα για την αρχαία Ελλάδα, εμείς τούς βαφτίσαμε έλληνες με Ε-ψιλον κεφαλαίο, όπως τα κρέατα από τη Βουλγαρία και τα Σκόπια. Τι τον έχουμε τον Λιακόπουλο και τον Άδωνι να κοπανιούνται στα κανάλια δηλαδή. Α ρε γκιαούρη τζαναμπέτη…
«Οι μπαγλαμάδες ν΄ αρχίσουν τσιφτετέλια...»
- Θα μπορούσε να υπάρχει διασκέδαση στην Ελλάδα αν δεν υπήρχε το τσιφτετέλι;
- Νομίζω, όχι!
- Εσύ τι αγαπάς πιό πολύ να λές; Ζεϊμπέκικα, χασάπικα;...
Τι γλέντια, τι ντέρτια, τι σεβντάδες, τι μπαγλαμάδες, τι ζουράδες, τι τέλια, τι πενιές ήταν αυτές, άι μάνα μου… Πραγματικά, τέτοια εκπομπή έσπασε τα μηχανάκια τής AGB. Έτσι, παραγγείλαμε κι εμείς τα ανάλογα εδέσματα: Σουβλάκ ντονέρ, κεμπάπ, τζατζίκ, κιοφτέ, ιμάμ μπαϊλντί, ντολμά γιαλατζί και παστουρμά, για να ντερλικώσουμε. Για γλυκό παραγγείλαμε δύο κανταίφ σορόπ, με μπακλαβά ραβανί κι ένα μπουκάλι ρακί. Όλα ελληνικά, έτσι, μη μπερδεύεστε… Κι αφού μερακλώσαμε για τα καλά, ανεβήκαμε κι εμείς στα τραπέζια μας και τα σπάσαμε κανονικά. Πιάτα, ποτήρια, φλιτζάνια, όλα κάτω. «Αμάν, γιαβρούμ, αμάν, κουζούμ… τσιφτετέλι τούρκικο σινανάια γιαβρούμ σινανάια…». Κάηκε ο ντουνιάς «έξω ντέρτια και καημοί»... (Σ.σ.: Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Μάς πνίγουν τα λίπη τής Ρωμιοσύνης! και Χαλβάς, ταραμάς, γιαλαντζί ντολμάς κ.λπ. κ.λπ.).
«Αμάν κουζούμ, αμάν γιαβρούμ...»
- Λες αυτό το τραγούδι και βλέπεις τον κόσμο, ωπ, πετιέται στα τραπέζια, στην πίστα και χορεύει...
Αναβίωσε ο τούρκος μέσα μας ξανά και ξανά. Βλέπετε, ο ανατολίτης είναι πολύ βαθιά ποτισμένος μέσα στο αίμα τού ρωμιού και δεν βγαίνει ούτε με εγχείρηση. Τι την θέλαμε την επανάσταση, καλά δεν ήμασταν τετρακόσια χρόνια γάμου, παντρεμένοι με τούς οθωμανούς; Μέσα στούς τεκέδες και στα χαμάμ, «μ΄ αργιλέδες και χασίσια, μ΄ αγκαλιές και με φιλιά», που λέει και το τουρκο- λαϊκοτράγουδο τής Ρωμιοσύνης. «Το βαπόρι απ΄ την Περσία…» θα κουβαλούσε καθημερινά τόνους χασίς και μάλιστα νόμιμα, θα καθόμασταν όλοι μέσα στούς τεκέδες μας με τις μουστάκες μας και τα φέσια μας και θα χασικλώναμε με τούς ναργιλέδες μας κάτω από τούς μιναρέδες τού Χότζα να μάς σκιάζουν.
«Σαν βγει ο Χότζας στο τζαμί, βραδύς πριν σουρουπώσει… κι όταν ακούω Μπιραλλάχ, Μπιραλλάχ…». Τα χουμε τραγουδήσει όλα αυτά εμείς, αμ τι νομίσατε. (Σ.σ.: Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Γιαλαντζί αμανέ Γιουνα- νιστάν). Με τα παπαδαριά μας να μάς κυβερνάνε κανονικά και να φορο- εισπράττουν για τούς αφεντάδες, τούς τούρκους. Να επανέλθουν οι φαναριώτες βρε αδελφέ, οι κοτζαμπάσηδες κι οι τσιφλικάδες, οι προεστοί και οι αρματωλοί. Κι ούτε φτώχεια, ούτε κρίση, παρά φουστανέλα και μπαχτσίσι. Αχ, αυτοί οι ψευτο- προοδευτικοί οι ευρωπαίοι μάς φάγανε, αγά μου…
Τελικά, δεν είναι κακό να είσαι ασιάτης, ούτε τούρκος, ούτε να δανείζεσαι τραγούδια από άλλους, να τα μελοποιείς και να τα τραγουδάς, λεβεντονιέ μου. (Λεβέντες στα τούρκικα λέγονταν όσοι υπηρετούσαν στα επίλεκτα σώματα τού οθωμανικού πολεμικού ναυτικού. Έτσι ονομάζονται και σήμερα. Οι τουρκορωμιοί κάτοικοι τού ελλαδικού χώρου υπερηφανεύονται για την... ελληνική λεβεντιά τους...) Άλλωστε, η μουσική όποια κι αν είναι απ΄ όπου κι αν προέρχεται, ενώνει τους λαούς. Κακό είναι όμως, να κλέβεις αυτά τα τραγούδια και να λες, ότι είναι δικά σου, όπως έκαναν όλοι οι ρωμιοί συνθέτες τής εποχής. Κακό είναι να βαφτίζεις τη μουσική σου, ότι είναι ελληνική, ενώ είναι ασιατική. Κακό είναι να βαυκαλίζεσαι, ότι είσαι έλληνας και να κατάγεσαι από βαλκάνιους, ραγιά μου. Κακό είναι να τραγουδάς ασιατικά τραγούδια και να τα βαφτίζεις ελληνικά, δερβίση μου. Κακό είναι να προσκυνάς εβραίους μέσα σε εκκλησίες και να λες, ότι είσαι έλληνας, Ησαΐα μου…
Πολλά τραγούδια τού Καζαντζίδη, όπως και άλλων ρωμιών λαϊκών βάρδων, είναι πιστές αντιγραφές δημοφιλών ινδικών και τούρκικων τραγουδιών τής εποχής τους εκτελεσμένα με παραδοσιακά ανατολίτικα όργανα (μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ.). (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η Ινδική και Τούρκικη ...Ελληνική μουσική). Aγαπήθηκαν από τούς ρωμιούς τού ελλαδικού χώρου (οι περισσότεροι έχουν τις ρίζες τους κι έχουν γαλουχήθεί στο πνεύμα και στα ήθη τής Ανατολής) κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
Οι δρόμοι των τραγουδιών αυτών (κλίμακες) δεν έχουν καμμία σχέση με την αρχαία ελληνική μουσική, αλλά με μουσικές τής Ανατολής, όπως εξ άλλου μαρτυρούν και τα ονόματά τους: Χιτζάζ (Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι), Ουσάκ (Το βαπόρι απ΄ την Περσία), Σαμπάχ (Τα παιδιά τής γειτονιάς σου), Νιαβέντ (Έμαθα, πως είσαι μάγκας) κ.λπ.
Στο τραγούδι τού παραπάνω βίντεο, ο Καζαντζίδης ούτε καν μπήκε στον κόπο να τού αλλάξει στίχους: «Σινανάι γιαβρούμ» τραγούδησε. Δείτε στη μοντέρνα εκτέλεση τού τραγουδιού την τραγουδίστρια Θεοδοσία Ζορμπά (ζορμπάς στα τούρκικα = βίαιος, τυραννικός, κατακτητής), να τραγουδάει ένα ολόκληρο κουπλέ στα τούρκικα και το τουρκορωμαίικο κοινό να μερακλώνει και να χορεύει.
Για να γυρίσουμε λίγο στην τσι- φτετελοεκπομπή. Η γνωστή τηλεπαρου- σιάστρια τής (β)ρωμιοσύνης έκαψε πάλι καρδιές με τούς αστραφτερούς σταυρούς στ΄ αυτιά της και το πλούσιο ανοιχτό ντεκολτέ της, ώστε να μας προβάλλει τα χειρουργημένα στήθη της, τύφλα να χει η Άννα Γούλα βρε πασά μου…
Αλλά κι οι τηλεμαϊντανοί καλεσμένοι της, ένας κι ένας. Οι κριτές, το κοινό (ο ντουνιάς καλύτερα), όλοι γλεντούσαν με την ψυχή τους, όλοι σιγοτραγουδούσαν ή ξεφώνιζαν τα τουρκοτράγουδα τής (β)ρωμιοσύνης: «Αραπίνες μαύρες ερωτιάρες… θα σού τραγουδήσω πάλι στον ασίκικο χαβά, αμάν αμάν…».
Το «Σινανάι γιαβρούμ» στην αυθεντική τούρκικη εκτέλεσή του από μια παληά ταινία, το Τοπ Καπί. (Παρατηρήστε επίσης την παράσταση τού θεάτρου σκιών. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ο Καραγκιόζης τής Ρωμιοσύνης κι η Ρωμιοσύνη - καραγκιόζης.)
Τρίζανε τα κόκκαλα των αρχαίων Ελλήνων, κόντεψαν ν΄ αναστηθούν οι τριακόσιοι τού Λεωνίδα και να τρέχουν γύρω απ΄ τη Βουλή γυμνοί, η Σαπφώ και ο Αλκαίος σίγησαν, για ν΄ ακούσουν απ΄ τούς τάφους τους τούς αμανέδες και τούς καρσιλαμάδες τής Τουρκορωμιοσύνης. Πού σε Κτησίβιε με την ύδραυλή σου κι εσύ Ορφέα με τη λύρα σου, να μερακλώσετε, να νταγλάρετε και ν΄ αλλάξετε επάγγελμα. «Τσιφτετέλι Τούρκικο σινανάια γιαβρούμ σινανάια…».
Κι όταν το γλέντι χτύπησε κόκκινο, έσκασε το νούμερο 1: «Άναψε το τσιγάρο δώς μου φωτιά, έχω μεγάλο ντέρτι μες την καρδιά…». Πω πω ντέρτια, ε ρε γλέντια. Ακόμα κι ο Καραγκιόζης μεράκλωσε και χτυπιόταν έξω απ΄ το σαράι με την Αγλαΐα και τα κολλητήρια να ζητιανεύουν στο ασκέρι τού σουλτάνου. Τουρκορωμιοσύνη αγαπημένη μου…
Αλλά κι αυτή η ελπίδα τού ρωμαίικου τραγουδιού, η Φωτεινή Δάρα; Προσκύνησε την τουρκιά: «Νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες, αγάπες λάγνες ξεχασμένες στην ξενιτιά…». Τελικά, τίποτα δεν έμεινε όρθιο μάγκα μου, αλισβερίσι τουρκορωμαίικο, ρεμπέτ ασκέρι μεμέτη ραγιά μου. Μπαχτέ τσιφλίκ, τσαμπουκά γκιαούρ, τσαγκάρ μπαρούτ, κιοσκ μπουντρούμ, εκ μεκ σαραγλί…
Αμάν αμάν πια, εσείς οι κακοί άνθρωποι στην «Ελεύθερη Έρευνα», όλο κακή κριτική κάνετε για τις τουρκοσπορίτικες ρίζες μας. Έλεος βρε παιδιά, κακό είναι δηλαδή; Διατί να το κρύψωμεν, άλλωστε; Τούρκοι είμαστε κι εμείς χωρίς μου- στάκια…
Ωχ αμάν, αμάν…
Κωνσταντίνος Παραβάτης
Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
Ο """ΑΓΙΟΣ """" ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Πάρτε μια γεύση της βιογραφίας του από το βιβλίο "Iστορία του Ελληνικού Eθνους": «Θανάτωσε τον ανιψιό του Λικινιανό και αργότερα και τον αδελφό του Λικιανού, που τον είχε κάνει δούλο στην Kαρχηδόνα, εκτέλεσε το γιο του Kρίσπο, έπνιξε τη γυναίκα του Φαύστα στο λουτρό της, φόνευσε τον πεθερό του Mαξιμιανό και τον αυλικό του νεοπλατωνικό φιλόσοφο Σώπατρο.
Σάββατο 26 Μαρτίου 2011
Η θεμελίωση της εθνικής συνείδησης του νεοελληνικού κράτους
Η θεμελίωση της εθνικής συνείδησης του νεοελληνικού κράτους
«Αν είναι να μείνωμε εμείς νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και εμείς τώρα».
Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης
Η Ελλάδα ως κράτος υπήρξε εξ αρχής ο Λίβανος των Βαλκανίων. Ένα κράτος δηλαδή ιστορικής σκοτοδίνης, χωρίς κανέναν φορέα εθνικής υπάρξεως. Μια απλή ματιά στα κατά καιρούς ελληνικά συντάγματα είναι ικανή, για να δείξει την έλλειψη θεμελίων εξ αρχής αυτού του Κράτους.
Το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου, το πρώτο πράγμα που ορίζει σαν φορέα του Κράτους είναι η θρησκεία. Αναγκαστικά δηλαδή μια και αυτοί που επαναστάτησαν κατά των Τούρκων έπρεπε να έχουν κάτι που να τους ξεχωρίζει. Αλλά τότε θρησκείες υπήρχαν πολλές και αμέσως η ίδια παράγραφος, για να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο που ήταν ήδη μια πραγματικότης, ορίζει στην δεύτερη φράση, ότι “η Διοίκησις ανέχεται και πάσαν άλλην θρησκείαν”.
Το νέο κράτος έπρεπε να το λένε βέβαια “Ελλάδα”, δεν υπήρχε όμως κανένα χαρακτηριστικό των “Ελλήνων”, αφού η σύνθεση του πληθυσμού ήταν Αρβανίτες, Τούρκοι, Έλληνες, Βλάχοι, Σλάβοι, Πομάκοι, Γύφτοι κ.λπ. Αμέσως λοιπόν το ίδιο Σύνταγμα δίνει και τον ορισμό του “Έλληνος”: “Όσοι αυτόχθονες πιστεύουσιν εις Χριστόν”.
Ποιος όμως είδε ποτέ την πίστη και ποιος την μέτρησε; Ήταν αυτό κριτήριο εθνικής υπάρξεως, ύστερα από τεσσάρων αιώνων συμβίωση με μια συγγενή θρησκεία, την οποίαν είχε αποδεχθή το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της δυτικής Ελλάδος; Και σε ποιον Χριστό, τον ορθόδοξο ή τον καθολικό; Άρα λοιπόν δεν υπήρχε θέμελο στηρίξεως αυτού του κράτους και αποφυγής του εμφυλίου πολέμου (ο οποίος εκράτησε τότε δέκα ολόκληρα χρόνια και εσταμάτησε με πρωτοβουλίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων).
Μεγάλη σημασία έχει το “αυτόχθονες” της παραπάνω παραγράφου, που φανερώνει επίγνωση της “λιβανοειδούς” μορφής της Ελλάδος σε όσους συνέταξαν το Σύνταγμα.
Όντως στο “Σύνταγμα του Άστρους“, που είναι ταυτόχρονο με το άλλο, ορίζεται ότι: “Η Διοίκησις πολιτογραφεί αλλοεθνείς υπό τον όρον να αποκτήσωσιν εντός πενταετούς διαστήματος ακίνητα κτήματα εν τη επικρατεία”.
Δηλαδή, στην συνείδηση αυτών που απέκτησαν την “επικράτεια”, αυτή ήταν ένας χώρος για ξεπούλημα και άρχισαν να καλούν για “επενδύσεις”, όπως θα λέγαμε στην σημερινή διάλεκτο, δηλαδή για λεφτά. Το “αλλοεθνείς”, δεν σημαίνει βέβαια τους εκτός της επικρατείας “αλύτρωτους” πειναλέους, αλλά πάντα τους “εις Χριστόν πιστεύοντας” που μπορούσαν να έχουν λεφτά, ανεξαρτήτως εθνικότητος. Κατά τον τρόπον αυτόν και ένας συγγενής του σουλτάνου που ήταν πρόθυμος να δηλώση “εις Χριστόν πιστεύων”, μπορούσε να έρθη στην “επικράτεια” και να επενδύσει.
Φυσικά οι πρώτοι μεταξύ των αλλοεθνών που θα έβλεπαν την επιχείρηση με ενδιαφέρον, πλην βεβαίως των ανά την οθωμανικήν αυτοκρατορία και εκτός αυτής ελληνοφώνων “εις Χριστόν πιστευόντων”, θα ήσαν και οι Άγγλοι, και αυτοί “εις Χριστόν πιστεύοντες”, οι οποίοι, αφού ήσαν οι πλουσιώτεροι και εμπορικώτεροι, κατά απολύτως νόμιμον και φυσικόν τρόπο θα απέβαιναν και οι σπουδαιότεροι κεφαλαιούχοι της “βιομηχανίας”. Συνταγματικώς δεν υπήρχε κώλυμα για κανέναν. Αλλά βέβαια, αυτός που επενδύει τα λεφτά του, είναι φυσικό να έχει και την μέριμνα να μην τα χάσει. Είναι δηλαδή φυσικό να απαιτεί να υπάρχουν κάποιοι νόμοι που να του κατοχυρώνουν τα κεφάλαια, ή, επειδή τότε ο ελληνικός Λίβανος ήταν αμπέλι ξέφραγο (αυτό άλλωστε το ανεγνώριζαν και τα ίδια τα Συντάγματα τότε δια του όρου “Χέρσος Ελλάς”), να συμμετέχει στην διοίκηση, για να μπορεί να ελέγχει τον κόπο και την περιουσία του. Αν βεβαίως προϋπάρχουν οι νόμοι, ο καθένας που θα επενδύσει σκέφτεται τα υπέρ και τα κατά και αναλόγως ενεργεί. Όταν όμως ένα πράγμα βγαίνει στο σφυρί, και μάλιστα επισήμως δια “Συντάγματος” ως χέρσος τρόπος, άλλος τρόπος δεν υπάρχει εκτός από τον έλεγχο της διοίκησης.
Αυτό δημιούργησε τότε ένα πρόβλημα. Οι μεν ελληνόφωνοι επενδυτές του εξωτερικού (οι “ετερόχθονες”) ανέλαβαν και τα διοικητικά πόστα (άλλωστε αυτοί ήταν και οι μορφωμένοι του καιρού), οι “αυτόχθονες” όμως ήθελαν μεν τα λεφτά των άλλων, αλλά να τα διοικούν αυτοί. Ουδέν βέβαια το λογικώς αντιφατικόν σε μια επιχείρηση Λιβάνου σαν αυτή της τότε Ελλάδος, μόνο που τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να συμβαδίσουν με τις προθέσεις.
Εδημιουργήθη λοιπόν έκτοτε ένας διοικητικός και κοινωνικός εμφύλιος πόλεμος που διαρκεί ακόμη ως τα σήμερα, περί του ποιος θα πρωτοφάει τι, ακολουθώντας το σχήμα μιας μαθηματικής καμπύλης με “μάξιμα” και “μίνιμα”. Ένα από τα σπουδαιότερα “μάξιμα” αυτού του διαρκούς πολέμου ήταν η σχετική συζήτηση στην “Βουλή” κατά τις αρχές Γενάρη του 1844, όπου αφού απερρίφθη η αίτηση του νομού Λακωνίας για φορολογική ασυδοσία (διότι κατά τον “αιτιολογικόν” αυτή είχε κατοχυρωθεί δι’ ειδικού διατάγματος μεταξύ Λακώνων και Σουλτάνου…), εσυζητήθη εν συνεχεία το θέμα του…κορβανά. Υπέρ της εκδιώξεως όλων των μορφωμένων και ικανών από τις δημόσιες θέσεις υπήρξαν, με εισήγηση του Ρήγα Παλαμήδη και του Μακρυγιάννη, οι Πλαπούτας, Δεληγιάννης, Γρίβας, Κορφιωτάκης κ.ά. Κατά του μέτρου αυτού διετέθη η πλειοψηφία της τότε Βουλής και οι “αριστείς” αυτής, Πετσάλης, Περραιβός, Σίμος, Ζωγράφος, Βελέντζας, Αξελός, Ρέντης, ακολουθούμενοι από το “βαρύ πυροβολικόν της Συνελεύσεως”, τους αντιπροέδρους Κωλέττη και Μαυροκορδάτο και τον ίδιο τον πρωθυπουργό Μεταξά.
Ο Παλαμήδης μεταξύ άλλων υποστήριξε “πεισμόνως” στον λόγο του το εξής (όπως θα δει ο αναγνώστης πρόκειται για αυτό τούτο το “ψητό”, να βάλουν δηλαδή στο χέρι τις ξένες επενδύσεις): “Ημείς δεν στερούμε τους ετερόχθονας παρά την ενέργειαν της εξουσίας… Ας επιχειρήσωσι ιδιωτικά έργα, ας καλλιεργήσωσι γαίας, ας μετέλθωσι εμπόριον και βιομηχανίας, εις τα Υπουργήματα όμως δεν τους δεχόμεθα… Ας τραβηχθούν δι’ ολίγα χρόνια να κανονίσωμεν ημείς μόνοι την υπηρεσίαν μας. Πρόκειται ΝΑ ΡΙΨΩΜΕΝ ΒΑΛΣΑΜΟΝ εις τας πληγάς μας και όχι τρεμεντίνα“.
Και ο Μακρυγιάννης με την σειρά του, οπλοφορών και συγγραφεύς –δηλαδή έχων την αφαιρετική δύναμη του λόγου και εξησκημένος με την ακρίβεια των στόχων-, συνοψίζει το όλον κατηγορηματικώτατα: “Αν είναι να μείνωμε ΕΜΕΙΣ νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και ΕΜΕΙΣ τώρα”.
Να λοιπόν ότι στην Ελλάδα δεν χρειαζόμαστε “εξεταστικές επιτροπές” για τίποτε. Τα πάντα είναι αρχήθεν δεδομένα… Οι “πληγές” του Παλαμήδη δεν είχαν κλείσει είκοσι τρία χρόνια μετά την επανάσταση, και όπως φαίνεται στην Ελλάδα δεν κλείνουν ποτέ ανάλογες “πληγές”… Και για τον “ήρωα” Μακρυγιάννη, “ας πάη στο διάβολο η ελευθερία” –δηλαδή και η Ακρόπολη και τα αρχαία και τα πάντα, αν πρόκειται να μην φάγωμεν ημείς…
Να το τόσο μίσος για τους “φραγκολεβαντίνους”, με τις ρεντικότες, που μας “εμόλυναν τον πολιτισμό” της πανδαισίας… Αλλά και αν υποθέσωμε πως έτρωγαν, τι μπορούσαν να φάνε σε δέκα χρόνια από την άφιξη του Όθωνα και σ’ ένα κράτος ρημαγμένο από τον εμφύλιο, χωρίς φράγκο στα ταμεία, χωρίς δάνεια και… “αμερικανικές βάσεις” (το αγγλικό είχε μισοναυαγήσει καθ’ οδόν), χωρίς μόρφωση και παραγωγή, χωρίς τίποτε;
Ο Όθωνας ήθελε κράτος και το κράτος χρειάζεται έναν ωρισμένο βαθμό γραφειοκρατίας. Ώφειλαν οι Βαυαροί να δημιουργήσουν “κίνητρα”, προκειμένου να έρθει κόσμος για να φτιάξουν διοικητικά αυτό το κράτος, να “φάνε” όμως μόνο εν μέτρω θα τα κατάφερναν οι “ετερόχθονες”, διότι οι Βαυαροί έδειξαν πως εννοούσαν όντως να φτιάξουν κράτος. Και αν συνεπώς ακόμη “έτρωγαν”, τα δικά τους έτρωγαν, ή εν πάση περιπτώσει κάτι που δεν το στερούσαν από άλλους. Αλλά ο Μακρυγιάννης μυριζόταν τον αέρα: Έβλεπε τις “ενέσεις” των Βαυαρών, διέκρινε το “επενδυτικό ενδιαφέρον”, έστω και μικρό των φιλελλήνων, άκουγε για τις προθέσεις των “εθνικών ευεργετών”. Αλλά όλα αυτά του ήταν βάσανο ανυπόφορο! Δεν “έτρωγαν”, “θα έτρωγαν” ίσως –κι αυτή η ιδέα του Μακρυγιάννη τού κοψοχόλιαζε τα σωθικά σαν τον φόβο μικρού παιδιού… “Δι’ ολίγα χρόνια” μόνο, λέει ο Παλαμήδης. Αυτό και μόνον δείχνει καλά την ιδέα περί Κράτους των τότε “αυτοχθόνων”…
Εν τω μεταξύ, στην ίδια Συνέλευση κατά την συνεδρία της 20/1/44 απεδείχθη ότι όλοι αυτοί οι…βαλσαμοζήτες ήσαν φοροφυγάδες ολκής, δεν είχαν πληρώσει ποτέ φόρο στο Δημόσιο και κατά πρόταση του πληρεξουσίου Ερμουπόλεως Περίδη απαιτήθηκε να μην καταλαμβάνουν δημόσιες θέσεις. Εξ αυτού του λόγου μάλιστα τότε εξεδόθησαν και οι “νόμοι του Σόλωνος” στην Σύρο –μήπως και “διδαχθούν” οι τότε λυμεώνες του δημόσιου προϋπολογισμού δηλαδή απ’ τους “αρχαίους προγόνους”! (Το βιβλίο αυτό εξεδόθη τω 1844 στην Ερμούπολη από τον Ν. Παπαδούκα, ο οποίος τέσσερα χρόνια αργότερα θα προβή και [σε] σχολιασμό του Συντάγματος του 1844. Το βιβλίο αυτό επανεξεδόθη προσφάτως. Πρέπει να σημειωθή, ότι η Σύρος, η οποία ετήρησε ουδέτερη στάση στην Επανάσταση του ’21, ανεμιγνύετο εν συνεχεία στις καταστάσεις του τότε κράτους με την συνείδηση αυτονόμου περιοχής, πράγμα που εξηγεί και την εξόχως κριτική της στάση – της περιπτώσεως του Ροΐδη συμπεριλαμβανομένης). Φυσικά η πρόταση κατεψηφίσθη… Άλλοθι των “αυτοχθόνων” ήταν, ότι πολλοί πολεμιστές του ’21 περιέπεσαν εν συνεχεία σε φτώχεια. Ο βαθύτερος λόγος όμως δεν είναι ότι τους εγκατέλειψε το Κράτος, παρ’ όλον που ήταν φυσικό σε μια κατεστραμμένη χώρα από μακροχρόνιους εμφυλίους πολέμους να υπάρχουν πολλοί φτωχοί. Η σαδιστική εγκατάλειψη του επικρατήσαντος κράτους σε μερικούς αγωνιστές οφείλεται κατά κύριον λόγο στην εκβαρβάρωση των τότε ηθών λόγω της θρησκευτικής εγκαταλείψεως των κατοίκων του ελλαδικού χώρου ανά τους προηγούμενους αιώνες. Οι επικρατήσαντες χριστιανοί, καθότι και μειονότητα, φέρθηκαν με απέραντη σκληρότητα ως κράτος προς τους πρώην μωαμεθανούς συναγωνιστές των στον αγώνα, που ήταν και η πλειονότης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της γυναίκας του Οδυσσέα Ανδρούτσου (Ελένης, γνωστής ως “Οδυσσέαινας”, το γένος Καρέλη), η οποία ανετράφη στην αυλή του Αλή Πασά και παντρεύτηκε τον Οδυσσέα εκεί. Όλη της την ζωή έκανε δίκες για τους αρπαγέντες θησαυρούς του άνδρα της (βλέπουμε κι εδώ πάλι “θησαυροί”…), τους οποίους φυσικά ουδέποτε πήρε, όταν δε έχασε και τον γιο της σε ηλικία δώδεκα ετών στο Μόναχο, όπου τον είχαν πάρει για δωρεάν σπουδές, αφέθηκε στην εγκατάλειψη και πέθανε φτωχή και λησμονημένη. Ο Οδυσσέας όμως ήταν μωαμεθανός Έλληνας. Η μάνα του ήταν μπέησσα, όπως αναφέρεται και στον ανδριάντα του στην πλατεία της Πρεβέζης… Η “προδοσία” του υπήρχε μόνο στην φαντασία των εχθρών του και η φρίκη του θανάτου του στον θρησκευτικό βαρβαρισμό τους… Το ίδιο συνέβηκε και για πολλούς άλλους αγωνιστές, όταν επεκράτησε το χριστιανικό κράτος. Όχι ο Όθωνας και η βασιλεία ή η Διοίκηση με τους “ετερόχθονες”· ο “Χριστιανισμός” τιμώρησε πολλούς αγωνιστές του ’21…
Αυτές όμως οι λεπτομέρειες στα χέρια του Μακρυγιάννη ήσαν μαντηλάκια στα χέρια θαυματοποιού… Μαζί με τον Παλαμήδη, καίτοι μειοψηφία στην Συνέλευση, τα κατάφεραν. Όντως απεκλείσθησαν από τις δημόσιες θέσεις όλοι οι ικανοί και μορφωμένοι, ειδικά οι πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών δι’ ιδιαιτέρας συνεδρίας της 19/1/44, και οι οπωσδήποτε έχοντες σχέση με Γράμματα και Τέχνες. Από εδώ και πέρα ο δρομοδείκτης της Ελλάδας θα ήταν σαφής: Οι πολλοί θα επιχειρούσαν τα “ιδιωτικά έργα” και κάποιοι στα “Υπουργήματα” θα “εκανόνιζαν” τα…βάλσαμα. Γιατί θα έπρεπε οι ξένοι να ενδιαφερθούν περί του αντιθέτου, όταν οι ιθαγενείς με όλα τα παράσημά τους ήθελαν την Ελλάδα σώνει και καλά Λίβανο; Κι ωστόσο ο Όθων πολύ ενδιαφέρθηκε…
Πηγές:
1. Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μαθηματικού Γεράσιμου Κακλαμάνη, Η Ελλάς ως Κράτος Δικαίου, Εκδόσεις του 21ου, Αθήνα 1990, σελ. 90-94
2. Από από τα «Τα αρχεία της εθνικής παλιγγενεσίας».
3. Κων. Μ. Γράψας: “Ελληνική πολιτική εγκυκλοπαίδεια”, τευχ. Α’ (Η πρώτη εθνική Συνέλευσης 1843-1844), Αθήναι 1947, σελ. 21).
Μιχάλης Μανιάτης
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=4126#ixzz1Hjvejt00
«Αν είναι να μείνωμε εμείς νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και εμείς τώρα».
Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης
Η Ελλάδα ως κράτος υπήρξε εξ αρχής ο Λίβανος των Βαλκανίων. Ένα κράτος δηλαδή ιστορικής σκοτοδίνης, χωρίς κανέναν φορέα εθνικής υπάρξεως. Μια απλή ματιά στα κατά καιρούς ελληνικά συντάγματα είναι ικανή, για να δείξει την έλλειψη θεμελίων εξ αρχής αυτού του Κράτους.
Το πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου, το πρώτο πράγμα που ορίζει σαν φορέα του Κράτους είναι η θρησκεία. Αναγκαστικά δηλαδή μια και αυτοί που επαναστάτησαν κατά των Τούρκων έπρεπε να έχουν κάτι που να τους ξεχωρίζει. Αλλά τότε θρησκείες υπήρχαν πολλές και αμέσως η ίδια παράγραφος, για να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο που ήταν ήδη μια πραγματικότης, ορίζει στην δεύτερη φράση, ότι “η Διοίκησις ανέχεται και πάσαν άλλην θρησκείαν”.
Το νέο κράτος έπρεπε να το λένε βέβαια “Ελλάδα”, δεν υπήρχε όμως κανένα χαρακτηριστικό των “Ελλήνων”, αφού η σύνθεση του πληθυσμού ήταν Αρβανίτες, Τούρκοι, Έλληνες, Βλάχοι, Σλάβοι, Πομάκοι, Γύφτοι κ.λπ. Αμέσως λοιπόν το ίδιο Σύνταγμα δίνει και τον ορισμό του “Έλληνος”: “Όσοι αυτόχθονες πιστεύουσιν εις Χριστόν”.
Ποιος όμως είδε ποτέ την πίστη και ποιος την μέτρησε; Ήταν αυτό κριτήριο εθνικής υπάρξεως, ύστερα από τεσσάρων αιώνων συμβίωση με μια συγγενή θρησκεία, την οποίαν είχε αποδεχθή το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της δυτικής Ελλάδος; Και σε ποιον Χριστό, τον ορθόδοξο ή τον καθολικό; Άρα λοιπόν δεν υπήρχε θέμελο στηρίξεως αυτού του κράτους και αποφυγής του εμφυλίου πολέμου (ο οποίος εκράτησε τότε δέκα ολόκληρα χρόνια και εσταμάτησε με πρωτοβουλίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων).
Μεγάλη σημασία έχει το “αυτόχθονες” της παραπάνω παραγράφου, που φανερώνει επίγνωση της “λιβανοειδούς” μορφής της Ελλάδος σε όσους συνέταξαν το Σύνταγμα.
Όντως στο “Σύνταγμα του Άστρους“, που είναι ταυτόχρονο με το άλλο, ορίζεται ότι: “Η Διοίκησις πολιτογραφεί αλλοεθνείς υπό τον όρον να αποκτήσωσιν εντός πενταετούς διαστήματος ακίνητα κτήματα εν τη επικρατεία”.
Δηλαδή, στην συνείδηση αυτών που απέκτησαν την “επικράτεια”, αυτή ήταν ένας χώρος για ξεπούλημα και άρχισαν να καλούν για “επενδύσεις”, όπως θα λέγαμε στην σημερινή διάλεκτο, δηλαδή για λεφτά. Το “αλλοεθνείς”, δεν σημαίνει βέβαια τους εκτός της επικρατείας “αλύτρωτους” πειναλέους, αλλά πάντα τους “εις Χριστόν πιστεύοντας” που μπορούσαν να έχουν λεφτά, ανεξαρτήτως εθνικότητος. Κατά τον τρόπον αυτόν και ένας συγγενής του σουλτάνου που ήταν πρόθυμος να δηλώση “εις Χριστόν πιστεύων”, μπορούσε να έρθη στην “επικράτεια” και να επενδύσει.
Φυσικά οι πρώτοι μεταξύ των αλλοεθνών που θα έβλεπαν την επιχείρηση με ενδιαφέρον, πλην βεβαίως των ανά την οθωμανικήν αυτοκρατορία και εκτός αυτής ελληνοφώνων “εις Χριστόν πιστευόντων”, θα ήσαν και οι Άγγλοι, και αυτοί “εις Χριστόν πιστεύοντες”, οι οποίοι, αφού ήσαν οι πλουσιώτεροι και εμπορικώτεροι, κατά απολύτως νόμιμον και φυσικόν τρόπο θα απέβαιναν και οι σπουδαιότεροι κεφαλαιούχοι της “βιομηχανίας”. Συνταγματικώς δεν υπήρχε κώλυμα για κανέναν. Αλλά βέβαια, αυτός που επενδύει τα λεφτά του, είναι φυσικό να έχει και την μέριμνα να μην τα χάσει. Είναι δηλαδή φυσικό να απαιτεί να υπάρχουν κάποιοι νόμοι που να του κατοχυρώνουν τα κεφάλαια, ή, επειδή τότε ο ελληνικός Λίβανος ήταν αμπέλι ξέφραγο (αυτό άλλωστε το ανεγνώριζαν και τα ίδια τα Συντάγματα τότε δια του όρου “Χέρσος Ελλάς”), να συμμετέχει στην διοίκηση, για να μπορεί να ελέγχει τον κόπο και την περιουσία του. Αν βεβαίως προϋπάρχουν οι νόμοι, ο καθένας που θα επενδύσει σκέφτεται τα υπέρ και τα κατά και αναλόγως ενεργεί. Όταν όμως ένα πράγμα βγαίνει στο σφυρί, και μάλιστα επισήμως δια “Συντάγματος” ως χέρσος τρόπος, άλλος τρόπος δεν υπάρχει εκτός από τον έλεγχο της διοίκησης.
Αυτό δημιούργησε τότε ένα πρόβλημα. Οι μεν ελληνόφωνοι επενδυτές του εξωτερικού (οι “ετερόχθονες”) ανέλαβαν και τα διοικητικά πόστα (άλλωστε αυτοί ήταν και οι μορφωμένοι του καιρού), οι “αυτόχθονες” όμως ήθελαν μεν τα λεφτά των άλλων, αλλά να τα διοικούν αυτοί. Ουδέν βέβαια το λογικώς αντιφατικόν σε μια επιχείρηση Λιβάνου σαν αυτή της τότε Ελλάδος, μόνο που τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να συμβαδίσουν με τις προθέσεις.
Εδημιουργήθη λοιπόν έκτοτε ένας διοικητικός και κοινωνικός εμφύλιος πόλεμος που διαρκεί ακόμη ως τα σήμερα, περί του ποιος θα πρωτοφάει τι, ακολουθώντας το σχήμα μιας μαθηματικής καμπύλης με “μάξιμα” και “μίνιμα”. Ένα από τα σπουδαιότερα “μάξιμα” αυτού του διαρκούς πολέμου ήταν η σχετική συζήτηση στην “Βουλή” κατά τις αρχές Γενάρη του 1844, όπου αφού απερρίφθη η αίτηση του νομού Λακωνίας για φορολογική ασυδοσία (διότι κατά τον “αιτιολογικόν” αυτή είχε κατοχυρωθεί δι’ ειδικού διατάγματος μεταξύ Λακώνων και Σουλτάνου…), εσυζητήθη εν συνεχεία το θέμα του…κορβανά. Υπέρ της εκδιώξεως όλων των μορφωμένων και ικανών από τις δημόσιες θέσεις υπήρξαν, με εισήγηση του Ρήγα Παλαμήδη και του Μακρυγιάννη, οι Πλαπούτας, Δεληγιάννης, Γρίβας, Κορφιωτάκης κ.ά. Κατά του μέτρου αυτού διετέθη η πλειοψηφία της τότε Βουλής και οι “αριστείς” αυτής, Πετσάλης, Περραιβός, Σίμος, Ζωγράφος, Βελέντζας, Αξελός, Ρέντης, ακολουθούμενοι από το “βαρύ πυροβολικόν της Συνελεύσεως”, τους αντιπροέδρους Κωλέττη και Μαυροκορδάτο και τον ίδιο τον πρωθυπουργό Μεταξά.
Ο Παλαμήδης μεταξύ άλλων υποστήριξε “πεισμόνως” στον λόγο του το εξής (όπως θα δει ο αναγνώστης πρόκειται για αυτό τούτο το “ψητό”, να βάλουν δηλαδή στο χέρι τις ξένες επενδύσεις): “Ημείς δεν στερούμε τους ετερόχθονας παρά την ενέργειαν της εξουσίας… Ας επιχειρήσωσι ιδιωτικά έργα, ας καλλιεργήσωσι γαίας, ας μετέλθωσι εμπόριον και βιομηχανίας, εις τα Υπουργήματα όμως δεν τους δεχόμεθα… Ας τραβηχθούν δι’ ολίγα χρόνια να κανονίσωμεν ημείς μόνοι την υπηρεσίαν μας. Πρόκειται ΝΑ ΡΙΨΩΜΕΝ ΒΑΛΣΑΜΟΝ εις τας πληγάς μας και όχι τρεμεντίνα“.
Και ο Μακρυγιάννης με την σειρά του, οπλοφορών και συγγραφεύς –δηλαδή έχων την αφαιρετική δύναμη του λόγου και εξησκημένος με την ακρίβεια των στόχων-, συνοψίζει το όλον κατηγορηματικώτατα: “Αν είναι να μείνωμε ΕΜΕΙΣ νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και ΕΜΕΙΣ τώρα”.
Να λοιπόν ότι στην Ελλάδα δεν χρειαζόμαστε “εξεταστικές επιτροπές” για τίποτε. Τα πάντα είναι αρχήθεν δεδομένα… Οι “πληγές” του Παλαμήδη δεν είχαν κλείσει είκοσι τρία χρόνια μετά την επανάσταση, και όπως φαίνεται στην Ελλάδα δεν κλείνουν ποτέ ανάλογες “πληγές”… Και για τον “ήρωα” Μακρυγιάννη, “ας πάη στο διάβολο η ελευθερία” –δηλαδή και η Ακρόπολη και τα αρχαία και τα πάντα, αν πρόκειται να μην φάγωμεν ημείς…
Να το τόσο μίσος για τους “φραγκολεβαντίνους”, με τις ρεντικότες, που μας “εμόλυναν τον πολιτισμό” της πανδαισίας… Αλλά και αν υποθέσωμε πως έτρωγαν, τι μπορούσαν να φάνε σε δέκα χρόνια από την άφιξη του Όθωνα και σ’ ένα κράτος ρημαγμένο από τον εμφύλιο, χωρίς φράγκο στα ταμεία, χωρίς δάνεια και… “αμερικανικές βάσεις” (το αγγλικό είχε μισοναυαγήσει καθ’ οδόν), χωρίς μόρφωση και παραγωγή, χωρίς τίποτε;
Ο Όθωνας ήθελε κράτος και το κράτος χρειάζεται έναν ωρισμένο βαθμό γραφειοκρατίας. Ώφειλαν οι Βαυαροί να δημιουργήσουν “κίνητρα”, προκειμένου να έρθει κόσμος για να φτιάξουν διοικητικά αυτό το κράτος, να “φάνε” όμως μόνο εν μέτρω θα τα κατάφερναν οι “ετερόχθονες”, διότι οι Βαυαροί έδειξαν πως εννοούσαν όντως να φτιάξουν κράτος. Και αν συνεπώς ακόμη “έτρωγαν”, τα δικά τους έτρωγαν, ή εν πάση περιπτώσει κάτι που δεν το στερούσαν από άλλους. Αλλά ο Μακρυγιάννης μυριζόταν τον αέρα: Έβλεπε τις “ενέσεις” των Βαυαρών, διέκρινε το “επενδυτικό ενδιαφέρον”, έστω και μικρό των φιλελλήνων, άκουγε για τις προθέσεις των “εθνικών ευεργετών”. Αλλά όλα αυτά του ήταν βάσανο ανυπόφορο! Δεν “έτρωγαν”, “θα έτρωγαν” ίσως –κι αυτή η ιδέα του Μακρυγιάννη τού κοψοχόλιαζε τα σωθικά σαν τον φόβο μικρού παιδιού… “Δι’ ολίγα χρόνια” μόνο, λέει ο Παλαμήδης. Αυτό και μόνον δείχνει καλά την ιδέα περί Κράτους των τότε “αυτοχθόνων”…
Εν τω μεταξύ, στην ίδια Συνέλευση κατά την συνεδρία της 20/1/44 απεδείχθη ότι όλοι αυτοί οι…βαλσαμοζήτες ήσαν φοροφυγάδες ολκής, δεν είχαν πληρώσει ποτέ φόρο στο Δημόσιο και κατά πρόταση του πληρεξουσίου Ερμουπόλεως Περίδη απαιτήθηκε να μην καταλαμβάνουν δημόσιες θέσεις. Εξ αυτού του λόγου μάλιστα τότε εξεδόθησαν και οι “νόμοι του Σόλωνος” στην Σύρο –μήπως και “διδαχθούν” οι τότε λυμεώνες του δημόσιου προϋπολογισμού δηλαδή απ’ τους “αρχαίους προγόνους”! (Το βιβλίο αυτό εξεδόθη τω 1844 στην Ερμούπολη από τον Ν. Παπαδούκα, ο οποίος τέσσερα χρόνια αργότερα θα προβή και [σε] σχολιασμό του Συντάγματος του 1844. Το βιβλίο αυτό επανεξεδόθη προσφάτως. Πρέπει να σημειωθή, ότι η Σύρος, η οποία ετήρησε ουδέτερη στάση στην Επανάσταση του ’21, ανεμιγνύετο εν συνεχεία στις καταστάσεις του τότε κράτους με την συνείδηση αυτονόμου περιοχής, πράγμα που εξηγεί και την εξόχως κριτική της στάση – της περιπτώσεως του Ροΐδη συμπεριλαμβανομένης). Φυσικά η πρόταση κατεψηφίσθη… Άλλοθι των “αυτοχθόνων” ήταν, ότι πολλοί πολεμιστές του ’21 περιέπεσαν εν συνεχεία σε φτώχεια. Ο βαθύτερος λόγος όμως δεν είναι ότι τους εγκατέλειψε το Κράτος, παρ’ όλον που ήταν φυσικό σε μια κατεστραμμένη χώρα από μακροχρόνιους εμφυλίους πολέμους να υπάρχουν πολλοί φτωχοί. Η σαδιστική εγκατάλειψη του επικρατήσαντος κράτους σε μερικούς αγωνιστές οφείλεται κατά κύριον λόγο στην εκβαρβάρωση των τότε ηθών λόγω της θρησκευτικής εγκαταλείψεως των κατοίκων του ελλαδικού χώρου ανά τους προηγούμενους αιώνες. Οι επικρατήσαντες χριστιανοί, καθότι και μειονότητα, φέρθηκαν με απέραντη σκληρότητα ως κράτος προς τους πρώην μωαμεθανούς συναγωνιστές των στον αγώνα, που ήταν και η πλειονότης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της γυναίκας του Οδυσσέα Ανδρούτσου (Ελένης, γνωστής ως “Οδυσσέαινας”, το γένος Καρέλη), η οποία ανετράφη στην αυλή του Αλή Πασά και παντρεύτηκε τον Οδυσσέα εκεί. Όλη της την ζωή έκανε δίκες για τους αρπαγέντες θησαυρούς του άνδρα της (βλέπουμε κι εδώ πάλι “θησαυροί”…), τους οποίους φυσικά ουδέποτε πήρε, όταν δε έχασε και τον γιο της σε ηλικία δώδεκα ετών στο Μόναχο, όπου τον είχαν πάρει για δωρεάν σπουδές, αφέθηκε στην εγκατάλειψη και πέθανε φτωχή και λησμονημένη. Ο Οδυσσέας όμως ήταν μωαμεθανός Έλληνας. Η μάνα του ήταν μπέησσα, όπως αναφέρεται και στον ανδριάντα του στην πλατεία της Πρεβέζης… Η “προδοσία” του υπήρχε μόνο στην φαντασία των εχθρών του και η φρίκη του θανάτου του στον θρησκευτικό βαρβαρισμό τους… Το ίδιο συνέβηκε και για πολλούς άλλους αγωνιστές, όταν επεκράτησε το χριστιανικό κράτος. Όχι ο Όθωνας και η βασιλεία ή η Διοίκηση με τους “ετερόχθονες”· ο “Χριστιανισμός” τιμώρησε πολλούς αγωνιστές του ’21…
Αυτές όμως οι λεπτομέρειες στα χέρια του Μακρυγιάννη ήσαν μαντηλάκια στα χέρια θαυματοποιού… Μαζί με τον Παλαμήδη, καίτοι μειοψηφία στην Συνέλευση, τα κατάφεραν. Όντως απεκλείσθησαν από τις δημόσιες θέσεις όλοι οι ικανοί και μορφωμένοι, ειδικά οι πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών δι’ ιδιαιτέρας συνεδρίας της 19/1/44, και οι οπωσδήποτε έχοντες σχέση με Γράμματα και Τέχνες. Από εδώ και πέρα ο δρομοδείκτης της Ελλάδας θα ήταν σαφής: Οι πολλοί θα επιχειρούσαν τα “ιδιωτικά έργα” και κάποιοι στα “Υπουργήματα” θα “εκανόνιζαν” τα…βάλσαμα. Γιατί θα έπρεπε οι ξένοι να ενδιαφερθούν περί του αντιθέτου, όταν οι ιθαγενείς με όλα τα παράσημά τους ήθελαν την Ελλάδα σώνει και καλά Λίβανο; Κι ωστόσο ο Όθων πολύ ενδιαφέρθηκε…
Πηγές:
1. Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μαθηματικού Γεράσιμου Κακλαμάνη, Η Ελλάς ως Κράτος Δικαίου, Εκδόσεις του 21ου, Αθήνα 1990, σελ. 90-94
2. Από από τα «Τα αρχεία της εθνικής παλιγγενεσίας».
3. Κων. Μ. Γράψας: “Ελληνική πολιτική εγκυκλοπαίδεια”, τευχ. Α’ (Η πρώτη εθνική Συνέλευσης 1843-1844), Αθήναι 1947, σελ. 21).
Μιχάλης Μανιάτης
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=4126#ixzz1Hjvejt00
Ο δοκησίχριστος (Ανδρέας Λασκαράτος)
Ο δοκησίχριστος (Ανδρέας Λασκαράτος)
Ο δοκησίχριστος νομίζει να είναι χριστιανός, καθώς ο δοκησίσοφος νομίζει να είναι σοφός.
Νομίζει τη θρησκεία τού Χριστού να συνίσταται σ’ εκείνα τα θρησκευτικά έθιμα μέσα στο οποία γεννήθηκε, και τα οποία μόνα γνωρίζει ως θρησκείαν. Περί ηθικής μορφώσεως τού ανθρώπου αποτελούσης την θρησκείαν τού Χριστού, δεν έχει διόλου ιδέαν.
Ο δοκησίχριστος τούτος, είναι αυστηρά προσκολλημένος εις τα εξωτερικά σημεία τής θρησκείας.
Δεν λείπει ποτέ από την εκκλησιά του. Βαστάει τις σαρακοστές. Κάνει τον σταυρό πρώτα κι έπειτα στο τραπέζι. Ξεμολογιέται και μεταλαβαίνει. Εορτάζει τούς αγίους. Και πανηγυρίζει τον άγιο τού ονόματός του.
Πληρώνει κι εκείνος το μερτικό του διά να γενούν ασημένιοι οι χαρτοί τού Ευαγγελίου τής εκκλησιάς του, μ’ όλον οπού το Ευαγγέλιο δεν το εδιάβαζε και δεν το διαβάζει ποτέ του, αλλά τού χρησιμεύει διά να αφορκίζει στα δικαστήρια απάνου σ’ εδαύτο. Την αφορκίαν όμως, την κάνει εν καλή πίστει και μετά παρρησίας ακατακρίτου, επειδή βλέπει και τούς παπάδες του που την κάμνουν.
Μισεί και καταφρονεί μ’ επίδειξιν, με αυθάδειαν και εν όλη πεποιθήσει ότι κάνει καλά, όλους όσους δεν κάνουμε άλλο τόσο. Θεωρεί τη θρησκεία σαν πράμμα δικό του. Και προσβάλλεται αν οι άλλοι δεν συμμερίζωνται τον σεβασμόν του διά την θρησκείαν του εκείνην, την οποίαν θεωρεί ως χρεωστική και διά τούς άλλους.
Είναι δε αξιοσημείωτον, ότι η παραφροσύνη τούτη, που ολοχρονίς υποθάλπεται εις την ψυχήν τού δοκησίχριστου, εις τις λεγόμενες σαρακοστές αυξάνει θαυμασίως μέσ’ την ψυχή του και μάλιστα την Μεγάλη Σαρακοστή, που τότε φθάνει στον βαθμόν τής παραφροσύνης.
Τη Μεγάλη Σαρακοστή, με ανάθεμα τυπωμένο στα βιβλία τής εκκλησιά του, ο δοκησίχριστος αναθεματίζει πανηγυρικώς εν μέσω εκκλησίας, όλο το ανθρώπινο γένος, ζώντας και αποθαμένους!… Είναι τότε που η χολή του χύνεται μέσα απ’ το αίμα του. Η καρδιά του βάφει. Το μίσος του χτυπάει τα λογικά και λυσσιάζει που η ενεστώσα πρόοδος τής κοινωνίας δεν τού επιτρέπει να ξεθυμάνει απάνου στους ανομοίους του.
Εν τοσούτω, ο δοκησίχριστος έχει την ιδέα και την οίηση πως είναι καλός χριστιανός και το πιστεύει με τα σωστά του, επειδή τού λείπει εξ ολοκλήρου από την ψυχήν του η αίσθηση τής ηθικότητος τής χριστιανικής θρησκείας.
Ο δοκησίχριστος τούτος, ούτε εννοεί, ούτε θέλει να κατανοήση ότι η θρησκείαα τού Χριστού έχει έναν ηθικόν σκοπόν· τον σκοπόν τού να ηθικοποιήση τον άνθρωπον και να τον κάμη ηθικώς καλύτερον· ότι ο σκοπός τούτος είναι η ουσία τής χριστιανικής θρησκείας και ότι επομένως τα εκτελούμενα, από αυτόν, θρησκευτικά τυπικά, είναι σημεία πράγματος, το οποίον εις αυτόν δεν υπάρχει.
Ο δοκησίχριστος τούτος, ευχαριστείται κι επαναπαύεται σ’ εκείνα τ’ ασήμαντα σημεία τής απάτης του και ζη κτήνος οιηματικόν, κάμνοντας την ενόχλησην τών νοημόνων τιμίων και το μέγα εμπόδιον τής γρήγορης προόδου τής αανθρωπότητος.
Πολλοί από τούς δοκησίχριστους τούτους, καθ’ όλα μιαροί άνθρωποι, διισχυρίζονται παρρησία ότι, κάθε ανοσιούργημα μπορεί να συνυπάρξη με τη θρησκεία, επειδή, λέγουν, άλλο είναι η πίστη και άλλο η τέχνη!…
Πηγή: «Ιδού ο άνθρωπος» (Ανδρέας Λασκαράτος)
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=4177#ixzz1HjKWwTYu
Ο δοκησίχριστος νομίζει να είναι χριστιανός, καθώς ο δοκησίσοφος νομίζει να είναι σοφός.
Νομίζει τη θρησκεία τού Χριστού να συνίσταται σ’ εκείνα τα θρησκευτικά έθιμα μέσα στο οποία γεννήθηκε, και τα οποία μόνα γνωρίζει ως θρησκείαν. Περί ηθικής μορφώσεως τού ανθρώπου αποτελούσης την θρησκείαν τού Χριστού, δεν έχει διόλου ιδέαν.
Ο δοκησίχριστος τούτος, είναι αυστηρά προσκολλημένος εις τα εξωτερικά σημεία τής θρησκείας.
Δεν λείπει ποτέ από την εκκλησιά του. Βαστάει τις σαρακοστές. Κάνει τον σταυρό πρώτα κι έπειτα στο τραπέζι. Ξεμολογιέται και μεταλαβαίνει. Εορτάζει τούς αγίους. Και πανηγυρίζει τον άγιο τού ονόματός του.
Πληρώνει κι εκείνος το μερτικό του διά να γενούν ασημένιοι οι χαρτοί τού Ευαγγελίου τής εκκλησιάς του, μ’ όλον οπού το Ευαγγέλιο δεν το εδιάβαζε και δεν το διαβάζει ποτέ του, αλλά τού χρησιμεύει διά να αφορκίζει στα δικαστήρια απάνου σ’ εδαύτο. Την αφορκίαν όμως, την κάνει εν καλή πίστει και μετά παρρησίας ακατακρίτου, επειδή βλέπει και τούς παπάδες του που την κάμνουν.
Μισεί και καταφρονεί μ’ επίδειξιν, με αυθάδειαν και εν όλη πεποιθήσει ότι κάνει καλά, όλους όσους δεν κάνουμε άλλο τόσο. Θεωρεί τη θρησκεία σαν πράμμα δικό του. Και προσβάλλεται αν οι άλλοι δεν συμμερίζωνται τον σεβασμόν του διά την θρησκείαν του εκείνην, την οποίαν θεωρεί ως χρεωστική και διά τούς άλλους.
Είναι δε αξιοσημείωτον, ότι η παραφροσύνη τούτη, που ολοχρονίς υποθάλπεται εις την ψυχήν τού δοκησίχριστου, εις τις λεγόμενες σαρακοστές αυξάνει θαυμασίως μέσ’ την ψυχή του και μάλιστα την Μεγάλη Σαρακοστή, που τότε φθάνει στον βαθμόν τής παραφροσύνης.
Τη Μεγάλη Σαρακοστή, με ανάθεμα τυπωμένο στα βιβλία τής εκκλησιά του, ο δοκησίχριστος αναθεματίζει πανηγυρικώς εν μέσω εκκλησίας, όλο το ανθρώπινο γένος, ζώντας και αποθαμένους!… Είναι τότε που η χολή του χύνεται μέσα απ’ το αίμα του. Η καρδιά του βάφει. Το μίσος του χτυπάει τα λογικά και λυσσιάζει που η ενεστώσα πρόοδος τής κοινωνίας δεν τού επιτρέπει να ξεθυμάνει απάνου στους ανομοίους του.
Εν τοσούτω, ο δοκησίχριστος έχει την ιδέα και την οίηση πως είναι καλός χριστιανός και το πιστεύει με τα σωστά του, επειδή τού λείπει εξ ολοκλήρου από την ψυχήν του η αίσθηση τής ηθικότητος τής χριστιανικής θρησκείας.
Ο δοκησίχριστος τούτος, ούτε εννοεί, ούτε θέλει να κατανοήση ότι η θρησκείαα τού Χριστού έχει έναν ηθικόν σκοπόν· τον σκοπόν τού να ηθικοποιήση τον άνθρωπον και να τον κάμη ηθικώς καλύτερον· ότι ο σκοπός τούτος είναι η ουσία τής χριστιανικής θρησκείας και ότι επομένως τα εκτελούμενα, από αυτόν, θρησκευτικά τυπικά, είναι σημεία πράγματος, το οποίον εις αυτόν δεν υπάρχει.
Ο δοκησίχριστος τούτος, ευχαριστείται κι επαναπαύεται σ’ εκείνα τ’ ασήμαντα σημεία τής απάτης του και ζη κτήνος οιηματικόν, κάμνοντας την ενόχλησην τών νοημόνων τιμίων και το μέγα εμπόδιον τής γρήγορης προόδου τής αανθρωπότητος.
Πολλοί από τούς δοκησίχριστους τούτους, καθ’ όλα μιαροί άνθρωποι, διισχυρίζονται παρρησία ότι, κάθε ανοσιούργημα μπορεί να συνυπάρξη με τη θρησκεία, επειδή, λέγουν, άλλο είναι η πίστη και άλλο η τέχνη!…
Πηγή: «Ιδού ο άνθρωπος» (Ανδρέας Λασκαράτος)
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=4177#ixzz1HjKWwTYu
ΑΙΣΧΟΣ! ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΟΓΕΡΩΝ ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΑΝ ΤΟΝ Ι.ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ!
Ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, ο μικρότερος αδελφός του Γέρου του Μοριά, και πέντε παληκάρια μαζί
του, εις εκτέλεσιν της αφοριστικής εγκυκλίου του Πατριαρχείου σκοτώθηκαν από τους Τούρκους, την 1η
Φεβρουαρίου του 1806 ύστερα από προδοσία των καλόγερων της Μονής «Παναγίας των Αιγυαλών» εις
την οποίαν είχαν πάει οι ήρωες γυρεύοντας καταφύγιο. Οι Τούρκοι τους έκοψαν τα κεφάλια, τα έμπηξαν
σε κοντάρια και τα περιέφεραν στην Δημητσάνα, το Ζυγοβύτσι και την Τρίπολη, όπου και τα κρέμασαν
στον μεγάλο πλάτανο της πόλεως. Ο αδελφός του Ιωάννη Κολοκοτρώνη, ο Γέρος του Μοριά, ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, έβαλε και έκοψαν τον πλάτανο αυτό «γιατί
με αρκετό αίμα της γενιάς του ήταν ποτισμένος» όπως είπε.
Ο Κατσαντώνης (=ο Αετός της Ρούμελης) και ο αδελφός του Χασιώτης, μαζί με άλλα πέντε παληκάρια
προδώθηκαν από τον καλόγερο Καρδερίνη εις εκτέλεσιν της αφοριστικής εγκυκλίου του Πατριαρχείου.
300 Τούρκοι τους επιτέθησαν. Τα 5 παληκάρια σκοτώθηκαν. Τα αδέλφια παραδόθηκαν στην Αλή Πασσά
Ιωαννίνων, όπου και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο, κατακρεουργήθηκαν.
Η προδοσία των Αγιορειτών (των μοναχών, καλόγερων του Αγίου Όρους) στην επανάσταση του 1821.
Ο διακεκριμένος Σερραίος πατριώτης Εμμανουήλ Παπάς αγωνίσθηκε και έδωσε όλη του την
περιουσία, για τις ανάγκες του αγώνος για την Ελληνική ελευθερία. Τον Οκτώβριο του 1820 ο
Αλέξανδρος Υψηλάντης ανήγγειλε στον Εμμανουήλ Παπά την έναρξι της Επαναστάσεως. Το 1821 στις
23 Μαρτίου ο Ε. Παπάς μαζί με τον Ιωάννη Χατζηπέτρο αποπλέει για την χερσόνησο του Άθω με όπλα
και πολεμοφόδια.
Οι Τούρκοι φοβούμενοι την επέκταση της επαναστάσεως και στην Μακεδονία επετέθησαν στην
αγορά του Πολυγύρου για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Οι κάτοικοι του Πολυγύρου όμως
οπλίστηκαν και επετέθησαν κατά των Τούρκων, φονεύοντας την φρουρά 18 Τούρκους και τον διοικητή.
Αυτό το γεγονός απετέλεσε την έναρξη της Επαναστάσεως στην Μακεδονία.
Οι Τούρκοι προέβησαν σε συλλήψεις, εκτελέσεις, διαπομπεύσεις. Σε αυτές δε τις επιθέσεις των
Τούρκων κατά των Ελλήνων συνέβαλαν και συνήργησαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και της
Χαλκιδικής. Η επανάσταση με την πάροδο του χρόνου δείχνει να σβήνη λόγω ελλείψεως πολεμοφοδίων
και τροφών. Το ιδιαίτερον (προσωπικόν) ταμείου του Εμμανουήλ Παπά εξηντλήθη.
Είναι άξιον λόγου εδώ να αναφέρω ότι καθ' όλην την διάρκεια της Τουρκοκρατίας η «Ιερά
Κοινότης του Αγίου Όρους» είχε επιβάλει στο ποίμνιό της (τους υπόδουλους Έλληνες) τον φόρο της «δεκάτης»
(Παλαιά Διαθήκη), δηλαδή 10% της περιουσίας κάθε Χριστιανού να δίδεται στην Εκκλησία, και τα
«δοσίματα» δωρεές. Επίσης κάθε χριστιανός γαιοκτήμονας υποχρεωτικά μετά τον θάνατό του άφηνε 1/3
της γης του στην Εκκλησία. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει επίσης το δικαίωμα εκτός των
προηγουμένων να φορολογή εκτάκτως και κατά βούλησιν το ποίμνιό του.
Ο Εμμανουήλ Παπάς στρέφεται για βοήθεια στις πάμπλουτες μονές του Αγίου Όρους. Μάταιος
κόπος! Παρά τις εκκλήσεις του ιδίου του Υψηλάντου οι μοναχοί δεν εννοούν να θίξουν τους
πλουσιώτατους θησαυρούς του Αγίου Όρους, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή σοβαράς
ενισχύσεως όχι μόνον του Μακεδονικού αλλά και του Πανελλήνιου αγώνος.
Ο Κ. Παπαρηγόπουλος («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» τόμος 5, σελ. 507) μας παραδίδει την
ακόλουθη επιστολή του οπλαρχηγού Ρήγα Μάνθου προς Εμμανουήλ Παπά, με ημερομηνία 19 Ιουνίου
1821 : «Κατά την παραίνεσίν της εξακολουθώ φυλάττων τον στρατόν εντός των οχυρωμάτων ...; Μα τι να
κάμη κανείς την μικρολογίαν των Αγίων Πατέρων; Αυτή η στυγερά ανελευθεριότης και μικροπρέπεια αυτών
μας εμπόδισαν από πολλά ωφέλιμα και πολλά αναγκαία ...; Επάσχισα να τους διαθέσω διαφορετικά με
λόγον. Όμως αυτοί από τον σκοπό των δεν εβγαίνουν. Έχουν τα φρονήματά των, τα οποία μόνα εγκρίνουν
δια καλά, και τα προσκυνούν και τα λατρεύουν, και φροντίζουν μόνον δια την συντήρησιν των ιδίων των
υποκειμένων, και μόνον δια την ασφάλειά των. Φοβούμαι μήπως ο λαός από την πείναν και τας πολλάς
θλίψεις του, εφορμήση εναντίον των (των μοναχών του Αγίου Όρους) και δεν δυνηθώμεν να απαντήσωμεν εις
την ορμήν των».
Οι Τούρκοι συνέχιζον τις σφαγές στα γύρω χωριά του αμάχου πληθυσμού. Πείνα και επιδημίες
ακολούθησαν. Τον Μάϊο του 1822 ο πασάς Θεσσαλονίκης ο Αβδούλ Αμπούδ ξεκινά εκστρατεία
εναντίον της Κασσάνδρας συνοδευόμενος από μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Η Κασσάνδρα μεταβλήθη σε
σφαγείο και σε στάχτη. Τα χωριά επυρπολήθησαν, και όσοι κάτοικοι δεν εσφάγησαν πουλήθηκαν ως
δούλοι. Απέμενεν ο Άθως όπου οι μοναχοί ζούσαν ήρεμοι στην πανθάλασσα των πλούτων τους.
Ο πασάς τους υπεσχέθη να σεβασθή το προαιώνιον προνόμιο των Μονών, της απαγορεύσεως
εισόδου Τουρκικού στρατού στην γη των Αγιορειτών, εφ' όσον παρέδιδαν όπλα, κανόνια και ομήρους!! ..ΘΕΟΔ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΚΤΕΛΟΥΣΕ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ!!!
του, εις εκτέλεσιν της αφοριστικής εγκυκλίου του Πατριαρχείου σκοτώθηκαν από τους Τούρκους, την 1η
Φεβρουαρίου του 1806 ύστερα από προδοσία των καλόγερων της Μονής «Παναγίας των Αιγυαλών» εις
την οποίαν είχαν πάει οι ήρωες γυρεύοντας καταφύγιο. Οι Τούρκοι τους έκοψαν τα κεφάλια, τα έμπηξαν
σε κοντάρια και τα περιέφεραν στην Δημητσάνα, το Ζυγοβύτσι και την Τρίπολη, όπου και τα κρέμασαν
στον μεγάλο πλάτανο της πόλεως. Ο αδελφός του Ιωάννη Κολοκοτρώνη, ο Γέρος του Μοριά, ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, έβαλε και έκοψαν τον πλάτανο αυτό «γιατί
με αρκετό αίμα της γενιάς του ήταν ποτισμένος» όπως είπε.
Ο Κατσαντώνης (=ο Αετός της Ρούμελης) και ο αδελφός του Χασιώτης, μαζί με άλλα πέντε παληκάρια
προδώθηκαν από τον καλόγερο Καρδερίνη εις εκτέλεσιν της αφοριστικής εγκυκλίου του Πατριαρχείου.
300 Τούρκοι τους επιτέθησαν. Τα 5 παληκάρια σκοτώθηκαν. Τα αδέλφια παραδόθηκαν στην Αλή Πασσά
Ιωαννίνων, όπου και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο, κατακρεουργήθηκαν.
Η προδοσία των Αγιορειτών (των μοναχών, καλόγερων του Αγίου Όρους) στην επανάσταση του 1821.
Ο διακεκριμένος Σερραίος πατριώτης Εμμανουήλ Παπάς αγωνίσθηκε και έδωσε όλη του την
περιουσία, για τις ανάγκες του αγώνος για την Ελληνική ελευθερία. Τον Οκτώβριο του 1820 ο
Αλέξανδρος Υψηλάντης ανήγγειλε στον Εμμανουήλ Παπά την έναρξι της Επαναστάσεως. Το 1821 στις
23 Μαρτίου ο Ε. Παπάς μαζί με τον Ιωάννη Χατζηπέτρο αποπλέει για την χερσόνησο του Άθω με όπλα
και πολεμοφόδια.
Οι Τούρκοι φοβούμενοι την επέκταση της επαναστάσεως και στην Μακεδονία επετέθησαν στην
αγορά του Πολυγύρου για να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Οι κάτοικοι του Πολυγύρου όμως
οπλίστηκαν και επετέθησαν κατά των Τούρκων, φονεύοντας την φρουρά 18 Τούρκους και τον διοικητή.
Αυτό το γεγονός απετέλεσε την έναρξη της Επαναστάσεως στην Μακεδονία.
Οι Τούρκοι προέβησαν σε συλλήψεις, εκτελέσεις, διαπομπεύσεις. Σε αυτές δε τις επιθέσεις των
Τούρκων κατά των Ελλήνων συνέβαλαν και συνήργησαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και της
Χαλκιδικής. Η επανάσταση με την πάροδο του χρόνου δείχνει να σβήνη λόγω ελλείψεως πολεμοφοδίων
και τροφών. Το ιδιαίτερον (προσωπικόν) ταμείου του Εμμανουήλ Παπά εξηντλήθη.
Είναι άξιον λόγου εδώ να αναφέρω ότι καθ' όλην την διάρκεια της Τουρκοκρατίας η «Ιερά
Κοινότης του Αγίου Όρους» είχε επιβάλει στο ποίμνιό της (τους υπόδουλους Έλληνες) τον φόρο της «δεκάτης»
(Παλαιά Διαθήκη), δηλαδή 10% της περιουσίας κάθε Χριστιανού να δίδεται στην Εκκλησία, και τα
«δοσίματα» δωρεές. Επίσης κάθε χριστιανός γαιοκτήμονας υποχρεωτικά μετά τον θάνατό του άφηνε 1/3
της γης του στην Εκκλησία. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει επίσης το δικαίωμα εκτός των
προηγουμένων να φορολογή εκτάκτως και κατά βούλησιν το ποίμνιό του.
Ο Εμμανουήλ Παπάς στρέφεται για βοήθεια στις πάμπλουτες μονές του Αγίου Όρους. Μάταιος
κόπος! Παρά τις εκκλήσεις του ιδίου του Υψηλάντου οι μοναχοί δεν εννοούν να θίξουν τους
πλουσιώτατους θησαυρούς του Αγίου Όρους, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή σοβαράς
ενισχύσεως όχι μόνον του Μακεδονικού αλλά και του Πανελλήνιου αγώνος.
Ο Κ. Παπαρηγόπουλος («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» τόμος 5, σελ. 507) μας παραδίδει την
ακόλουθη επιστολή του οπλαρχηγού Ρήγα Μάνθου προς Εμμανουήλ Παπά, με ημερομηνία 19 Ιουνίου
1821 : «Κατά την παραίνεσίν της εξακολουθώ φυλάττων τον στρατόν εντός των οχυρωμάτων ...; Μα τι να
κάμη κανείς την μικρολογίαν των Αγίων Πατέρων; Αυτή η στυγερά ανελευθεριότης και μικροπρέπεια αυτών
μας εμπόδισαν από πολλά ωφέλιμα και πολλά αναγκαία ...; Επάσχισα να τους διαθέσω διαφορετικά με
λόγον. Όμως αυτοί από τον σκοπό των δεν εβγαίνουν. Έχουν τα φρονήματά των, τα οποία μόνα εγκρίνουν
δια καλά, και τα προσκυνούν και τα λατρεύουν, και φροντίζουν μόνον δια την συντήρησιν των ιδίων των
υποκειμένων, και μόνον δια την ασφάλειά των. Φοβούμαι μήπως ο λαός από την πείναν και τας πολλάς
θλίψεις του, εφορμήση εναντίον των (των μοναχών του Αγίου Όρους) και δεν δυνηθώμεν να απαντήσωμεν εις
την ορμήν των».
Οι Τούρκοι συνέχιζον τις σφαγές στα γύρω χωριά του αμάχου πληθυσμού. Πείνα και επιδημίες
ακολούθησαν. Τον Μάϊο του 1822 ο πασάς Θεσσαλονίκης ο Αβδούλ Αμπούδ ξεκινά εκστρατεία
εναντίον της Κασσάνδρας συνοδευόμενος από μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Η Κασσάνδρα μεταβλήθη σε
σφαγείο και σε στάχτη. Τα χωριά επυρπολήθησαν, και όσοι κάτοικοι δεν εσφάγησαν πουλήθηκαν ως
δούλοι. Απέμενεν ο Άθως όπου οι μοναχοί ζούσαν ήρεμοι στην πανθάλασσα των πλούτων τους.
Ο πασάς τους υπεσχέθη να σεβασθή το προαιώνιον προνόμιο των Μονών, της απαγορεύσεως
εισόδου Τουρκικού στρατού στην γη των Αγιορειτών, εφ' όσον παρέδιδαν όπλα, κανόνια και ομήρους!! ..ΘΕΟΔ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΚΤΕΛΟΥΣΕ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ!!!
Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011
Εκκλησία της Κρήτης προς ραγιάδες επαναστάτες: «Χριστιανοί! Ρίψατε τα όπλα!»
Από τα πρώιμα κιόλας χρόνια της Τουρκοκρατίας, στην Κρήτη αρχίζει η οργανωμένη αντίσταση κατά του κατακτητή, πότε με τη βοήθεια των Βενετών στα Χανιά το 1692 και πότε με την ενθάρρυνση των Ρώσων, στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770. Και οι δύο όμως εξεγέρσεις καταλήγουν σε αποτυχία, με μεγαλύτερες καταπιεστικές συνέπειες για τους υπόδουλους. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, η χαρακτηριστική αγριότητα των γενιτσάρων, αυτοκρατορικών και ντόπιων, που είναι μοναδική ίσως στον ελληνικό χώρο.
Η ελληνική επανάσταση του 1821 εξαπλώνεται αμέσως και στην Κρήτη, παρά τη στρατιωτική υπεροχή του τουρκικού στοιχείου, την παντελή έλλειψη όπλων και εφοδίων και την άγρυπνη επιτήρηση των τουρκικών αρχών. Οι αγώνες της Κρήτης, που κινούνται στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο με το ξεσήκωμα της άλλης Ελλάδας, διαρκούν 10 σχεδόν χρόνια και περνούν από φάσεις επιτυχίας, αλλά και οδυνηρών συνεπειών. Οι επαναστατικές εξεγέρσεις αρχίζουν από τα Σφακιά. Στις αρχές Ιουνίου του 1821, αρχίζει επίσημα πια ο κρητικός αγώνας. Η πρώτη φάση των αγώνων διαρκεί ως το 1824, όταν οι Τούρκοι καλούν σε βοήθεια μεγάλες αιγυπτιακές δυνάμεις, που κατορθώνουν, σε φονικές μάχες, να καταπνίξουν τα επαναστατικά κινήματα, χαράσσοντας παράλληλα με τη φιλοπόλεμη τακτική τους φιλόδοξους μελλοντικούς στόχους.
Το ίδιο χρονικό διάστημα που μαινόταν η επανάσταση στην Κρήτη, οι εκεί ιεράρχες, σε απόλυτη σύμπνοια με την αντεθνική δράση του Πατριαρχείου, γύριζαν στα χωριά, και προσπαθούσαν να κάμψουν το ηθικό του πληθυσμού, λέγοντας πως οι επαναστάτες είναι αφορισμένοι, και πως πρέπει να παρατήσουν τα όπλα -τονίζοντας παράλληλα και την υπεροχή των εχθρών- και να ζητήσουν συγχώρεση από την «κραταιάν, ένδοξη και φιλάνθρωπον βασιλείαν».
Προς το τέλος του 1823 ο μητροπολίτης Κρήτης, Καλλίνικος Γ΄ ο εξ Αγχιάλου, διαμήνυε στο ποίμνιό του:
Χριστιανοί, τέκνα εν Κυρίω!
Γνωστόν έστω υμίν ότι ο ενδοξώτερος αρχιστράτηγος Χασάν Πασάς από φιλανθρωπίαν κινηθείς απεφυλάκισε πολλούς άλλους αδελφούς ημών και εμέ τον ίδιον. Ευρισκόμενος εγώ τώρα υπό την ευνοϊκήν προστασίαν του, ως περί τούτου θέλει σας πληροφορήσει και ο διάκονός μου, δεν δύναμαι από ευγνωμοσύνην να κρύψω την προαίρεσιν και την δικαιοσύνην του. Έρχομαι όμως να παρακαλέσω υμάς, χριστιανοί, να έλθετε πλέον εις συναίσθησιν και να γνωρίσατε με ποίαν ισχυράν δύναμιν του Αντιβασιλέως της Αιγύπτου έχετε να κάμετε.
Όθεν σας συμβουλεύω να ρίψητε τα όπλα και να προσπέσητε εις τοιούτον φιλάνθρωπον αρχιστράτηγον, τον οποίον επίτηδες ο ενδοξώτατος Μεχμέτ Αλής έστειλεν τοιούτον, διά να ειρηνεύση τον τόπον μας…
Ούτω πράξητε χριστιανοί μου προτιμώντες τον ειρηνικόν βίον παρά τας τόσας ζημίας, τας οποίας καθ’ εκάστην λαμβάνετε υμείς αυτοί, τα τέκνα σας και τα κτήματά σας…
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1827, ο επίσκοπος Κυδωνίας (Κρήτης) Αρτέμιος, θα προσθέσει κι αυτός το όνομά του στον κατάλογο των «ηρωικών» ρασοφόρων της Εκκλησίας, κοινοποιώντας την ακόλουθη εγκύκλιο, με την οποία συνιστούσε στους επαναστατημένους Κρητικούς -τι άλλο;- την υποταγή στον «φιλάνθρωπο» Τούρκο άρχοντα:
Χριστιανοί, ευρισκόμενος εις Γραμβούσαν, σας εύχομαι. Λυπούμαι, αδελφοί μου, ότι σας μωραίνει η τύχη, ώστε να επιμένετε ασυλλογίστως εις το ολέθριον φρόνημα της αποστασίας, το οποίον μέλλει δυστυχώς να επιφέρει και τον τέλειον αφανισμόν σας, εάν δεν μεταμεληθήτε, εωσότου έχετε καιρόν, και αποστραφήτε την οδόν ταύτην της πλάνης σας. Δεν πρέπει κατ’ ουδένα τρόπον να φροντίζετε, τι κάμνουν εις άλλα μέρη οι αποστάται. Σεις χρεωστείτε να φροντίζετε περί της ιδικής σας σωτηρίας και περί της ζωής των τέκνων σας.
Εντός ολίγου περιμένονται εδώ οι στόλοι της Αιγύπτου και της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι μέλλουν να σας πολιορκήσουν, αυτοί μεν διά θαλάσσης, τα δε στρατεύματα διά ξηράς, ώστε να σάς βιάσωσι να παραδοθήτε και να χαθήτε.
Ο Μουσταφά βέης είναι φιλάνθρωπος και γνωρίζω καλώς ότι δεν θέλει το κακόν σας όθεν από χριστιανικήν αγάπην κινούμενος σας συμβουλεύω και εγώ να προλάβητε τα φρικτά δυστυχήματα, τα οποία σας περιμένουν, εάν πρότερον εκουσίως δεν καταθέσητε τα όπλα και υποταχθήτε εις τον Υψηλότατον βέην μας. Και αυτοί οι ίδιοι φυλακισμένοι καπεταναίοι με παρεκάλεσαν να σας γράψω περί τούτου και προς τούτοις να λάβητε συμπάθειαν εις τα βάσανα, τα οποία σήμερον υποφέρουν εξαιτίας σας…
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=3599#ixzz1HXMosiwH
Η ελληνική επανάσταση του 1821 εξαπλώνεται αμέσως και στην Κρήτη, παρά τη στρατιωτική υπεροχή του τουρκικού στοιχείου, την παντελή έλλειψη όπλων και εφοδίων και την άγρυπνη επιτήρηση των τουρκικών αρχών. Οι αγώνες της Κρήτης, που κινούνται στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο με το ξεσήκωμα της άλλης Ελλάδας, διαρκούν 10 σχεδόν χρόνια και περνούν από φάσεις επιτυχίας, αλλά και οδυνηρών συνεπειών. Οι επαναστατικές εξεγέρσεις αρχίζουν από τα Σφακιά. Στις αρχές Ιουνίου του 1821, αρχίζει επίσημα πια ο κρητικός αγώνας. Η πρώτη φάση των αγώνων διαρκεί ως το 1824, όταν οι Τούρκοι καλούν σε βοήθεια μεγάλες αιγυπτιακές δυνάμεις, που κατορθώνουν, σε φονικές μάχες, να καταπνίξουν τα επαναστατικά κινήματα, χαράσσοντας παράλληλα με τη φιλοπόλεμη τακτική τους φιλόδοξους μελλοντικούς στόχους.
Το ίδιο χρονικό διάστημα που μαινόταν η επανάσταση στην Κρήτη, οι εκεί ιεράρχες, σε απόλυτη σύμπνοια με την αντεθνική δράση του Πατριαρχείου, γύριζαν στα χωριά, και προσπαθούσαν να κάμψουν το ηθικό του πληθυσμού, λέγοντας πως οι επαναστάτες είναι αφορισμένοι, και πως πρέπει να παρατήσουν τα όπλα -τονίζοντας παράλληλα και την υπεροχή των εχθρών- και να ζητήσουν συγχώρεση από την «κραταιάν, ένδοξη και φιλάνθρωπον βασιλείαν».
Προς το τέλος του 1823 ο μητροπολίτης Κρήτης, Καλλίνικος Γ΄ ο εξ Αγχιάλου, διαμήνυε στο ποίμνιό του:
Χριστιανοί, τέκνα εν Κυρίω!
Γνωστόν έστω υμίν ότι ο ενδοξώτερος αρχιστράτηγος Χασάν Πασάς από φιλανθρωπίαν κινηθείς απεφυλάκισε πολλούς άλλους αδελφούς ημών και εμέ τον ίδιον. Ευρισκόμενος εγώ τώρα υπό την ευνοϊκήν προστασίαν του, ως περί τούτου θέλει σας πληροφορήσει και ο διάκονός μου, δεν δύναμαι από ευγνωμοσύνην να κρύψω την προαίρεσιν και την δικαιοσύνην του. Έρχομαι όμως να παρακαλέσω υμάς, χριστιανοί, να έλθετε πλέον εις συναίσθησιν και να γνωρίσατε με ποίαν ισχυράν δύναμιν του Αντιβασιλέως της Αιγύπτου έχετε να κάμετε.
Όθεν σας συμβουλεύω να ρίψητε τα όπλα και να προσπέσητε εις τοιούτον φιλάνθρωπον αρχιστράτηγον, τον οποίον επίτηδες ο ενδοξώτατος Μεχμέτ Αλής έστειλεν τοιούτον, διά να ειρηνεύση τον τόπον μας…
Ούτω πράξητε χριστιανοί μου προτιμώντες τον ειρηνικόν βίον παρά τας τόσας ζημίας, τας οποίας καθ’ εκάστην λαμβάνετε υμείς αυτοί, τα τέκνα σας και τα κτήματά σας…
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1827, ο επίσκοπος Κυδωνίας (Κρήτης) Αρτέμιος, θα προσθέσει κι αυτός το όνομά του στον κατάλογο των «ηρωικών» ρασοφόρων της Εκκλησίας, κοινοποιώντας την ακόλουθη εγκύκλιο, με την οποία συνιστούσε στους επαναστατημένους Κρητικούς -τι άλλο;- την υποταγή στον «φιλάνθρωπο» Τούρκο άρχοντα:
Χριστιανοί, ευρισκόμενος εις Γραμβούσαν, σας εύχομαι. Λυπούμαι, αδελφοί μου, ότι σας μωραίνει η τύχη, ώστε να επιμένετε ασυλλογίστως εις το ολέθριον φρόνημα της αποστασίας, το οποίον μέλλει δυστυχώς να επιφέρει και τον τέλειον αφανισμόν σας, εάν δεν μεταμεληθήτε, εωσότου έχετε καιρόν, και αποστραφήτε την οδόν ταύτην της πλάνης σας. Δεν πρέπει κατ’ ουδένα τρόπον να φροντίζετε, τι κάμνουν εις άλλα μέρη οι αποστάται. Σεις χρεωστείτε να φροντίζετε περί της ιδικής σας σωτηρίας και περί της ζωής των τέκνων σας.
Εντός ολίγου περιμένονται εδώ οι στόλοι της Αιγύπτου και της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι μέλλουν να σας πολιορκήσουν, αυτοί μεν διά θαλάσσης, τα δε στρατεύματα διά ξηράς, ώστε να σάς βιάσωσι να παραδοθήτε και να χαθήτε.
Ο Μουσταφά βέης είναι φιλάνθρωπος και γνωρίζω καλώς ότι δεν θέλει το κακόν σας όθεν από χριστιανικήν αγάπην κινούμενος σας συμβουλεύω και εγώ να προλάβητε τα φρικτά δυστυχήματα, τα οποία σας περιμένουν, εάν πρότερον εκουσίως δεν καταθέσητε τα όπλα και υποταχθήτε εις τον Υψηλότατον βέην μας. Και αυτοί οι ίδιοι φυλακισμένοι καπεταναίοι με παρεκάλεσαν να σας γράψω περί τούτου και προς τούτοις να λάβητε συμπάθειαν εις τα βάσανα, τα οποία σήμερον υποφέρουν εξαιτίας σας…
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=3599#ixzz1HXMosiwH
Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ
Ο αφορισμός της ηρωίδας Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1820. Επίσημη αφορμή για την πράξη αυτή φέρεται μία κληρονομικής φύσεως οικογενειακή διαφορά μεταξύ των δύο γιών του δευτέρου συζύγου της Μπουμπουλίνας και προγονών της, Γιάννη και Παντελή Μπούμπουλη, με την ίδια. Το Πατριαρχείο αντί άλλης μεσολαβητικής ενέργειας επέβαλε σφοδρό επιτίμιο στη Σπετσιώτισσα καπετάνισσα και αγωνίστρια. Η αυστηρότητα αυτής της απόφασης, που καθίσταται πρόδηλη και από τη λεκτική της διατύπωση, υπεμφαίνει, ότι τα βαθύτερα αίτια που την προκάλεσαν θα πρέπει να αποδοθούν στις πολιτικές συνεργασίες του Φαναρίου με την Υψηλή Πύλη.
Πέρα από τα όσα εμπεριέχονται στον συνοδικό αυτόν λίβελλο, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, και ιστορικά στοιχεία που συνδέονται άμεσα με το γεγονός του αφορισμού της Μπουμπουλίνας. Κατά πρώτον προκαλεί εύλογη απορία -και γιατί όχι, υποψία- το γεγονός ότι οι αδελφοί Μπούμπουλη απευθύνθηκαν, όχι στην τοπική εκκλησιαστική αρχή, αλλά στον ίδιον τον πατριάρχη. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην Επανάσταση, τα δυο αδέλφια δεν ακολούθησαν τα χνάρια του αγωνιστή πατέρα τους και ούτε βέβαια έλαβαν ποτέ μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις της μητριάς τους, σε μία από τις οποίες μάλιστα, έπεσε μαχόμενος ο μεγαλύτερος γιος της Μπουμπουλίνας, ο Γιάννος Γιάννουζας. Δέον επίσης ν’ αναφερθεί, ότι τον καιρό κατά τον οποίον αφορίσθηκε η Μπουμπουλίνα, προετοίμαζε μεθοδικά την συγκρότηση ικανού στόλου με την προοπτική πολέμου στη θάλασσα. Με το επιχειρηματικό της δαιμόνιο, κατόρθωνε, όχι μόνο να διαχειρίζεται χρηστά και να αυξάνει την οικογενειακή περιουσία, αλλά και να αντεπεξέρχεται στα έξοδα που απαιτούσε η ναυπήγηση, η συντήρηση των πλοίων, η μισθοδοσία και τροφοδοσία των πληρωμάτων.
Η Υψηλή Πύλη, που είχε ως έναν βαθμό γνώση των δραστηριοτήτων τής Μπουμπουλίνας (για τη ναυπήγηση του «Αγαμέμνονα» καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη, ότι προετοιμάζει πολεμικό πλοίο), προσπάθησε κατ’ επανάληψιν να τις ανασχέσει με δημευτικές αποφάσεις και αποστολές επιθεωρητών για έλεγχο. Η Μπουμπουλίνα, κατάφερε να προστατέψει τα πλοία της, με την βοήθεια και των Ρώσων, επικαλούμενη το γεγονός ότι τα πλοία της έφεραν ρωσική σημαία, αλλά και το ότι ο σύζυγός της είχε προσφέρει υπηρεσίες στον ρωσικό στόλο. Δεδομένης λοιπόν της καταστάσεως αυτής, ένας αφορισμός ήταν το πλέον κατάλληλο όπλο για την αντιμετώπιση του κινδύνου που οι Οθωμανοί διέβλεπαν. Οι συγκεκριμένοι πρακτικοί σκοποί που θα εξυπηρετούσε αυτός ο αφορισμός, ήταν αφ’ ενός ο εκφοβισμός της ίδιας της Μπουμπουλίνας κι αφ’ ετέρου η ηθική και οικονομική της εκγύμνωση. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός, ότι ουδέποτε έγινε άρση του αφορισμού αυτού, ούτε ακόμη κι όταν η Μπουμπουλίνα, κατόπιν αυτού, εξέθεσε δημόσια την περιουσιακή της κατάσταση την 15η Οκτωβρίου 1820 ενώπιον των προεστών των Σπετσών, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο διευθέτησης των οικογενειακών της εκκρεμοτήτων. Η εξαγωγή συμπερασμάτων επαφίεται στην κρίση του καθενός…
Το κείμενο του αφορισμού, όπως δημοσιεύθηκε από τον Ηλία Παπαθανασόπουλο στο περιοδικό «Ιστορία» (Ιούνιος 1973), συνοπτικά έχει ως εξής:
Γρηγόριος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ιερώτατε Μητροπολίτα Ναυπλίου και Άργους και υπέρτιμοι, ευλαβέστατοι ιερείς, τιμιώτατοι κοτζαμπασίδες και χρήσιμοι προεστώτες της επαρχίας ταύτης και της νήσου Σπέτζης, χάρις είη υμίν και ειρήνη παρά Θεού. [...] Αποφαινόμεθα συνοδικώς μετά των περί ημάς ιερωτάτων Αρχιερέων και υπερτίμων, των εν αγίω Πνεύματι αγαπητών ημών αδελφών και συλλειτουργών, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα, αν μη, άμα το ακούσαι και ιδείν το παρόν ημών συνοδικόν γράμμα, τον Θεόν φοβηθείσα και την αιώνιον κόλασιν εν νω θεμένη, [...] και οι γιγνώσκοντες τους έχοντας και κρύπτοντας πράγματα ή άσπρα του αποθανόντος, [...] οποίοι αν ώσιν, άνδρες η γυναίκες, συγγενείς η ξένοι, ομού αφωρισμένοι υπάρχωσι, και κατηραμένοι, και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τυμπανιαίοι· αι πέτραι και ο σίδηρος λυθείησαν, αυτοί δε μηδαμώς· κληρονομήσειν την λέπραν του Γιεζή και την αγχόνην του Ιούδα, στένοντες είεν και τρέμοντες επί της γης ως ο Κάιν, η οργή του Θεού είη επ’ αυτούς, έχοντες και τας αράς πάντων των απ’ αιώνος αγίων και των οσίων τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων. Η δε ρηθείσα Λασκαρίνα προφανώς ελεγχομένη και τη πεισμονή αυτής εμμένουσα υπάρχοι και έξω της του Χριστού Εκκλησίας, μηδείς εκκλησιάσοι αυτήν, η αγιάσοι, η θυμιάσοι, η αντίδωρον αυτή διδώ, έως ποιήση ως γράφομεν και τότε συγχωρηθήσεται.
αωκ (1820) εν μηνί Οκτωβρίω· ινδικτιώνος θ.
Ο Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος.
Ο Καισαρείας Μακάριος.
Ο Νικαίας Μακάριος.
Ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ.
Ο Τυρνάβου Ιωσήφ.
Ο Κυζίκου Γρηγόριος.
Ο Σίφνου Σαμουήλ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=3651#ixzz1HXLnIpXI
Πέρα από τα όσα εμπεριέχονται στον συνοδικό αυτόν λίβελλο, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, και ιστορικά στοιχεία που συνδέονται άμεσα με το γεγονός του αφορισμού της Μπουμπουλίνας. Κατά πρώτον προκαλεί εύλογη απορία -και γιατί όχι, υποψία- το γεγονός ότι οι αδελφοί Μπούμπουλη απευθύνθηκαν, όχι στην τοπική εκκλησιαστική αρχή, αλλά στον ίδιον τον πατριάρχη. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην Επανάσταση, τα δυο αδέλφια δεν ακολούθησαν τα χνάρια του αγωνιστή πατέρα τους και ούτε βέβαια έλαβαν ποτέ μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις της μητριάς τους, σε μία από τις οποίες μάλιστα, έπεσε μαχόμενος ο μεγαλύτερος γιος της Μπουμπουλίνας, ο Γιάννος Γιάννουζας. Δέον επίσης ν’ αναφερθεί, ότι τον καιρό κατά τον οποίον αφορίσθηκε η Μπουμπουλίνα, προετοίμαζε μεθοδικά την συγκρότηση ικανού στόλου με την προοπτική πολέμου στη θάλασσα. Με το επιχειρηματικό της δαιμόνιο, κατόρθωνε, όχι μόνο να διαχειρίζεται χρηστά και να αυξάνει την οικογενειακή περιουσία, αλλά και να αντεπεξέρχεται στα έξοδα που απαιτούσε η ναυπήγηση, η συντήρηση των πλοίων, η μισθοδοσία και τροφοδοσία των πληρωμάτων.
Η Υψηλή Πύλη, που είχε ως έναν βαθμό γνώση των δραστηριοτήτων τής Μπουμπουλίνας (για τη ναυπήγηση του «Αγαμέμνονα» καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη, ότι προετοιμάζει πολεμικό πλοίο), προσπάθησε κατ’ επανάληψιν να τις ανασχέσει με δημευτικές αποφάσεις και αποστολές επιθεωρητών για έλεγχο. Η Μπουμπουλίνα, κατάφερε να προστατέψει τα πλοία της, με την βοήθεια και των Ρώσων, επικαλούμενη το γεγονός ότι τα πλοία της έφεραν ρωσική σημαία, αλλά και το ότι ο σύζυγός της είχε προσφέρει υπηρεσίες στον ρωσικό στόλο. Δεδομένης λοιπόν της καταστάσεως αυτής, ένας αφορισμός ήταν το πλέον κατάλληλο όπλο για την αντιμετώπιση του κινδύνου που οι Οθωμανοί διέβλεπαν. Οι συγκεκριμένοι πρακτικοί σκοποί που θα εξυπηρετούσε αυτός ο αφορισμός, ήταν αφ’ ενός ο εκφοβισμός της ίδιας της Μπουμπουλίνας κι αφ’ ετέρου η ηθική και οικονομική της εκγύμνωση. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός, ότι ουδέποτε έγινε άρση του αφορισμού αυτού, ούτε ακόμη κι όταν η Μπουμπουλίνα, κατόπιν αυτού, εξέθεσε δημόσια την περιουσιακή της κατάσταση την 15η Οκτωβρίου 1820 ενώπιον των προεστών των Σπετσών, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο διευθέτησης των οικογενειακών της εκκρεμοτήτων. Η εξαγωγή συμπερασμάτων επαφίεται στην κρίση του καθενός…
Το κείμενο του αφορισμού, όπως δημοσιεύθηκε από τον Ηλία Παπαθανασόπουλο στο περιοδικό «Ιστορία» (Ιούνιος 1973), συνοπτικά έχει ως εξής:
Γρηγόριος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ιερώτατε Μητροπολίτα Ναυπλίου και Άργους και υπέρτιμοι, ευλαβέστατοι ιερείς, τιμιώτατοι κοτζαμπασίδες και χρήσιμοι προεστώτες της επαρχίας ταύτης και της νήσου Σπέτζης, χάρις είη υμίν και ειρήνη παρά Θεού. [...] Αποφαινόμεθα συνοδικώς μετά των περί ημάς ιερωτάτων Αρχιερέων και υπερτίμων, των εν αγίω Πνεύματι αγαπητών ημών αδελφών και συλλειτουργών, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα, αν μη, άμα το ακούσαι και ιδείν το παρόν ημών συνοδικόν γράμμα, τον Θεόν φοβηθείσα και την αιώνιον κόλασιν εν νω θεμένη, [...] και οι γιγνώσκοντες τους έχοντας και κρύπτοντας πράγματα ή άσπρα του αποθανόντος, [...] οποίοι αν ώσιν, άνδρες η γυναίκες, συγγενείς η ξένοι, ομού αφωρισμένοι υπάρχωσι, και κατηραμένοι, και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι, και τυμπανιαίοι· αι πέτραι και ο σίδηρος λυθείησαν, αυτοί δε μηδαμώς· κληρονομήσειν την λέπραν του Γιεζή και την αγχόνην του Ιούδα, στένοντες είεν και τρέμοντες επί της γης ως ο Κάιν, η οργή του Θεού είη επ’ αυτούς, έχοντες και τας αράς πάντων των απ’ αιώνος αγίων και των οσίων τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων. Η δε ρηθείσα Λασκαρίνα προφανώς ελεγχομένη και τη πεισμονή αυτής εμμένουσα υπάρχοι και έξω της του Χριστού Εκκλησίας, μηδείς εκκλησιάσοι αυτήν, η αγιάσοι, η θυμιάσοι, η αντίδωρον αυτή διδώ, έως ποιήση ως γράφομεν και τότε συγχωρηθήσεται.
αωκ (1820) εν μηνί Οκτωβρίω· ινδικτιώνος θ.
Ο Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος.
Ο Καισαρείας Μακάριος.
Ο Νικαίας Μακάριος.
Ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ.
Ο Τυρνάβου Ιωσήφ.
Ο Κυζίκου Γρηγόριος.
Ο Σίφνου Σαμουήλ
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=3651#ixzz1HXLnIpXI
Μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιερόθεος – Ο πιστός ρασοφόρος «συνεργάτης» του Αλί Πασά
«Ὁ Ἄρτης, ὁ Γρεβενῶν καὶ ὁ Ἰωαννίνων εἶναι οἱ πρῶτοι προδόται τοῦ τυράννου, καθὼς ὅλοι τὸ γνωρίζουσι. Ὁ ὕστερος ἀπὸ αὐτοὺς ἱκέτευσεν τὸν τύραννον, καὶ ἐκούρευσεν τὸν ἔγγονά του, ὡς νὰ τοῦ ἐγίνετο νουνός. Ὁ Ἄρτης ἠπάτησεν καὶ ἐπρόδωσεν τοὺς ἥρωας Σουλιῶτας· εἶναι δὲ καὶ οἱ τρεῖς ἀσελγεῖς, ἄσωτοι εἰς τὸ ἄκρον, μοιχοί, πόρνοι καὶ ἀρσενοκοῖται φανεροί… Δὲν εἶναι κρυφόν, ἀλλ᾿ ὅλοι τὸ ἠξεύρουν, ὅτι εἰς τὰ Ἰωάννινα οἱ πνευματικοὶ ἀναφέρουσι κάθε ὑπόθεσιν, ὁποὺ ἀκούουσιν ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὸν ἀρχιερέα, καὶ αὐτὸς εὐθὺς κάμνει ἕνα κατάλογον μὲ προσθήκην καὶ τὸν προσφέρει τοῦ τυράννου, εἰς τρόπον ὁποὺ ἡ ἐξομολόγησις, τὴν σήμερον, εἶναι ἓν μέσον προδοσίας».
«Ελληνική Νομαρχία» (Ανωνύμου του Έλληνος)
Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιερόθεος, αποτελεί ένα από τα πιο «λαμπρά» παραδείγματα φιλοτουρκισμού, ώστε να μπορεί να καθίσει επάξια δίπλα σε άλλες «εθνοσωτήριες» μορφές της Εκκλησίας, όπως τον Γρηγόριο Ε’, τον Άνθιμο ΣΤ’, τον Αγαθάγγελο Α’ (όλοι τους πατριάρχες) και αρκετές ακόμη. Ήταν τόσο στενή η «συνεργασία» του με τον Αλί Πασά, ώστε που και που ξεχνιόταν(;) και χρησιμοποιούσε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο («ημείς»). Ο απώτερος σκοπός του Ιερόθεου, στα πλαίσια της «συνεργασίας» του με τον Αλί Πασά, ήταν η καθυπόταξη των Σουλιωτών κι όλων όσων διανοήθηκαν να σηκώσουν κεφάλι στον «κραταιοτάτο Σουλτάνο».
Ως κλασικό παράσιτο, ζει άνετα και πλουσιοπάροχα, από το υστέρημα του «ποιμνίου» του, όπως και πλείστοι «ποιμένες» της εποχής. Κι ενώ οι ραγιάδες ζουν στην εξαθλίωση και στην ανέχεια, όπως μας πληροφορεί και ο «Ανώνυμος» της «Ελληνικής Νομαρχίας», οι ρασοφόροι αρχιερείς «Τρώγοσι καὶ πίνοσι ὡς χοῖροι. Κοιμῶνται δεκατέσσαρας ὥρας τὴν νύκτα καὶ δύο ὥρας μετὰ τὸ μεσημέρι. Λειτουργοῦσι δύο φορὰς τὸν χρόνον, καὶ ὅταν δὲν τρώγωσι, δὲν πίνωσι, δὲν κοιμῶνται, τότε κατεργάζονται τὰ πλέον ἀναίσχυντα καὶ οὐτιδανὰ ἔργα, ὁποὺ τινὰς ἠμπορεῖ νὰ στοχασθῇ. Καὶ οὕτως εἰς τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς τὴν ἰδίαν ἀκρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ τοῦ λαοῦ εἶναι πρὸς αὐτοὺς τόσοι ζέφυρες», ενώ για τον Ιερόθεο γίνεται πιο συγκεκριμένος: «εἰς τὸ πρόγευμα τρώγει δύο ὀκάδες γιαούρτι, καὶ εἰς τὸ δειλινὸν μισὴν ὀκᾶ σαρδέλας ξεκοκκαλισμένας, τὰς ὁποίας τρώγει μὲ τὸ χουλιάρι».
Φυσικό θα ήταν να μην έχει και ιδιαίτερες αναστολές στον αφορισμό των επαναστατών ραγιάδων, ένας άνθρωπος που είχε τους αφορισμούς «ψωμοτύρι», για πολύ πιο ασήμαντους λόγους. Οι αφορισμοί μάλιστα ήταν τόσο συχνοί, όπως μας πληρηφορεί και πάλι ο «Ανώνυμος» της «Ελληνικής Νομαρχίας», ώστε «…ἤθελαν νομισθῇ εὐχαὶ τῆς λειτουργίας ἀπὸ κανένα ἀλλογενῆ. Τόσον εἶναι συχνοί, καὶ σχεδὸν κάθε Κυριακὴν εἰς κάθε ἐκκλησίαν ἀναγινώσκονται δύο καὶ τρεῖς ἀφορισμοί, πάντοτε δὲ διὰ οὐτιδανωτάτας διαφοράς, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον διὰ δύο ἢ τριῶν γροσίων ὑπόθεσιν».
Τις προδοτικές ενέργειες του Ιερόθεου, τις πληροφορούμαστε, πιο λεπτομερώς, από το βιβλίο του ιστορικού και αγωνιστή της Επανάστασης, Χριστόφορου Περραιβού, «Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας». Ο Περραιβός μάλιστα, δεν υπέγραψε τις πρώτες εκδόσεις του βιβλίου (1803 και 1815) (υπέγραψε ως «ΒΥΚ ΨΟ ΨΞΗ ΛΑ ΑΩΚΑ»), φοβούμενος διώξεις και αντίποινα από το θρησκευτικό ιερατείο (όπως ομολόγησε στην έκδοση του 1857).
Ο Ιερόθεος, γνώριζε ότι οι κάτοικοι της Πάργας, βοηθούσαν και τροφοδοτούσαν τους εξεγερμένους Σουλιώτες. Έτσι ως «άγρυπνος ποιμήν» που «χρεωστεί να προφυλάττη πάντοτε τα πρόβατά του από κρημνούς, βράχους και άγρια θηρία», έστειλε μια επιστολή στους προεστούς της Πάργας, με την οποία τους «εσυμβούλευε» να «μην δίδουν καμμίαν βοήθειαν» στους «κακούργους Σουλιώτας». Τους προειδοποιεί δε, πως αν παραμείνουν «αμετανόητοι», τότε ο Θεός θα τους «παιδεύση διά την παρακοήν» τους, φροντίζοντας παράλληλα να τους υπενθυμίσει και την τύχη του Ρήγα Φεραίου.
Θαυμάστε τον… Είναι απλά «συγκλονιστικός»…
Ευγενείς προεστώτες και λοιποί κάτοικοι της Πάργας, σας εύχομαι και σας ευλογώ πατρικώς.
Ένας καλός και άγρυπνος ποιμήν χρεωστεί να προφυλάττη πάντοτε τα πρόβατά του από κρημνούς, βράχους και άγρια θηρία, και τότε τα κερδίζει και τα χαίρεται· και εγώ λοιπόν ως καλός ποιμήν των λογικών μου προβάτων χρεωστώ να προφυλάττω αυτά πάντοτε από πάσαν βλάβην και απώλειαν· και άλλοτε σας έγραψα, και προφορικώς, όταν απέρασα από την πατρίδα σας, ωμίλησα και σας εσυμβούλευσα πνευματικώς και πατρικώς να τραβήξετε χέρι από τους Σουλιώτας, να μη τους δίδετε καμμίαν βοήθειαν, ούτε εις τον τόπον σας να τους δέχησθε, επειδή είναι κακούργοι και φερμανλίδες (σ.σ.: επικηρυγμένοι) από το δοβλέτι, και όποιος δέχεται τοιούτους κακούργους πίπτει και αυτός εις την ιδίαν οργήν του υψηλού δοβλετίου, και εις το τέλος αφανίζεται από το πρόσωπον της γης.
Σεις όμως, ή από ανοησίαν σας ή ισχυρογνωμίαν σας ή ξένας κακάς συμβουλάς παρακινούμενοι, δεν εδώκατε ποτέ ακρόασιν και κλίσιν εις τας πατρικάς και σωτηριώδεις δια την πατρίδα σας νουθεσίας μου· ακούτε και ακολουθάτε, ως μανθάνω, τας συμβουλάς του Περραιβού, ο οποίος σας απατά, δεν ηξεύρετε, ότι αυτός με κάποιον Ρήγαν Θεσσαλόν (σ.σ.: εννοεί τον Ρήγα Φεραίο) και άλλους μερικούς παρομοίους λογιωτάτους συνεννοημένοι με τους Φραντζέζους εσκόπευον να κάμνουν επανάστασιν κατά του κραταιοτάτου Σουλτάνου; Αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός τούς επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον, οπού τους έπρεπε, μόνος δε ο Περραιβός εσώθη δια τας ιδικάς σας αμαρτίας· λοιπόν, αν θέλητε την σωτηρίαν και ευτυχίαν σας, τραβάτε χέρι, ως προείπα, από την φιλίαν των Σουλιωτών και συμβουλάς του Περραιβού, και ζητήσατε το γρηγορώτερον την χάριν και σκέπην του υψηλοτάτου Βεζύρη (σ.σ.: Αλί Πασά), την οποίαν ελπίζω να την λάβετε, επειδή, όταν ιδώ την μετάνοιάν σας, θέλει προσπέσω εις τα γόνατά του να τον παρακαλέσω να συγχωρήση τα απερασμένα σφάλματά σας, οπού αρνηθήκατε την συμφωνίαν οπού εκάμετε με την υψηλότητά του, και είμαι βέβαιος ότι δεν θα πέση κάτω ο ριτζάς μου (σ.σ.: παράκληση)· εάν όμως μείνητε αμετανόητοι, καθώς έως τώρα, τότε ο Θεός μέλλει να σας παιδεύση διά την παρακοήν σας, και το κρίμα των φαμελιών σας ας είναι εις τον λαιμόν σας και εις τούτον και εις τον άλλον κόσμον· εγώ το πνευματικόν και πατρικόν χρέος το έκαμα, όθεν δεν σας μένει πλέον κανένα παράπονον εναντίον μου και υγιαίνετε.
Ιωάννινα 1801, Ιουλίου 5
Ιερόθεος Μητροπολίτης Ιωαννίνων
και εν Χριστώ ευχέτης
Παράλληλα με την επιστολή που έστειλε στους Παργιανούς, ο Ιερόθεος φρόντισε να στείλει κι άλλη μία προς τον επίσκοπο Παραμυθιάς, Χρύσανθο, στην πνευματική δικαιοδοσία του οποίου ανήκε η Εκκλησία της Πάργας, με σκοπό να τους «συμβουλεύσει», αλλά και για να «προφυλάξει» τον εαυτόν του…
Θεοφιλέστατε Επίσκοπε Παραμυθίας, εν αγίω πνεύματι αγαπητέ αδελφέ και συλλειτουργέ κυρ Χρύσανθε χάρις είη σοι τη θεοφιλία και ειρήνη παρά Θεού.
Φαίνεται οι επαρχιώται σου οι Παργινοί πως έχασαν τον νου τους, και δεν ηξεύρουν τι κάμουν. Όθεν ιδού οπού τους γράφω δια να απέχουν από τους Σουλλιώτας, και να μη τους βοηθούν και με ανθρώπους και με βαρούτια και με ζαϊρέδες. Να τους συμβουλεύσης και η θεοφιλία σου, καθώς τους γράφω, διατί ύστερον, ό,τι ακολουθήση, ας όψονται. Μου κακοφαίνεται όμως, οπού κοντά εις αυτούς κακοπαθαίνεις ύστερον και η θεοφιλία σου.
Η δε του Θεού χάρις είη μετά σου.
1801 Ιουλίου 5 Ιωάννινα
Ο Ιωαννίνων Ιερόθεος
και εν Χριστώ αδελφός.
Ο Χρύσανθος, ο οποίος κρατούσε μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στις επαναστατικές ενέργειες των Ελλήνων (αρκετοί συγγενείς του φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή και θανατώθηκαν), θέλοντας να τον αγνοήσει, απάντησε διπλωματικά ότι οι «συμβουλές» του δεν εισακούγονται. Οι δε Παργιανοί, συνέταξαν μια επιστολή με σαρκαστικό και ειρωνικό περιεχόμενο…
Πανιερώτατε Μητροπολίτα υικώς σας προσκυνούμεν.
Την σεβαστήν επιστολήν σας ελάβομεν, ηθέλαμεν βέβαια παραδεχθή τας συμβουλάς σας, εάν αύται ήσαν σύμφωνοι με τας περιστάσεις και συμφέροντα της πατρίδος μας. Ορθή τω όντι, και κατάλληλος η παραβολή του ποιμένος, την οποίαν μας προτείνετε, αλλ’ όταν ο ποιμήν πάσχη, κατά δυστυχίαν, από οφθαλμίαν, και βραδυποδίαν, πώς δύναται τότε, πανιερώτατε, να προφυλάξη τα πρόβατά του από κακοτοπίας, και άγρια θηρία; Μας συμβουλεύετε να μην δεχώμεθα, ούτε βοηθώμεν τους Σουλιώτας κακούργους όντας, ως λέγετε, και αποκεκηρυγμένους του δουβλετίου. Ημείς συμμαχίαν τινά, ή εταιρίαν μυστικήν ή φανεράν μ’ αυτούς δεν έχομεν, διό τους δεχόμεθα εις την πατρίδα μας όχι ως κακούργους και φερμανλίδας, αλλ’ ως υπερμάχους της πατρίδος των, και φορολογουμένους υπηκόους του Σουλτάνου, προς τους οποίους πωλούντες τα προϊόντα του τόπου μας ωφελούμεθα. Το αυτό σύστημα διατηρούμεν έκπαλαι και ήδη με τους λοιπούς του Οθωμανικού κράτους Τούρκους, και χριστιανούς, διότι δεν δυνάμεθα άλλως να πριζώμεθα τα προς το ζην αναγκαία.
Και ημάς αδικείτε, πανιερώτατε, και τον Περραιβόν συκοφαντείτε λέγοντες, ότι ακολουθούμεν αυτού, και ουχί της πανιερότητός σας τας συμβουλάς. Βεβαιωθήτε, ότι και ημείς πάντες γνωρίζομεν της πατρίδος τα συμφέροντα, και ο Περραιβός τα αυτά αισθήματα τρέφει. Όθεν ούτ’ αυτός ημάς απατά, ούτε ημείς παρ’ αυτού πλανώμεθα. Τον κατακρίνετε προς τούτοις, διότι συνέπραξε μετά του αοιδίμου Ρήγα, και άλλων, ως λέγετε, λογιωτάτων ομογενών κατά του Σουλτάνου. Η κατάκρισις αύτη υπάρχει, νομίζομεν, αντίχριστος, διότι οπόταν ο ίδιος Ιησούς Χριστός μας διδάσκει τρανώτατα λέγων: «Μάχου υπέρ πίστεως, και πατρίδος». Τις άρα φιλόχριστος, και φιλόπατρις τολμά έπειτα να καταδικάση του Ρήγα, και των συνεταίρων αυτού τας πράξεις; Ούτε της παρούσης εποχής, ούτε της ιδικής μας δυνάμεως έργον είνε, πανιερώτατε, να διακρίνωμεν τα εμβριθή αυτών αισθήματα, επ’ άλλων ευνοϊκών περιστάσεων του έθνους μας, η αμερόληπτος ιστορία μέλλει βέβαια να εξιχνιάση, και ευκρινήση τας πράξεις αυτών, και τα αποτελέσματα.
Οπαδοί λοιπόν όντες και ημείς πάντοτε, και εκτελεσταί του προμνησθέντος θείου ρητού, σας απαλλάττομεν εις το εξής, πανιερώτατε, από την προς τον υψηλότατον Βεζύρην, ως μας υπόσχεσθε, μεσιτείαν, και ικεσίαν σας υπέρ ημών, διότι αρκεί εις ημάς η σκέπη και εύνοια του υψηλού και κραταιού Δουβλετίου, την οποίαν σεβόμενοι, και διατηρούντες χρεωστικώς, δεόμενοι προς τούτοις του υψίστου υπέρ της μακροβιότητος και ευημερίας της Μεγαλειότητός του, δεν αμφιβάλλομεν, ότι θα σκέπει, και διατηρεί ημάς πάντοτε ως πιστούς υπηκόους, και ευπειθή τέκνα του.
Ευγωμονούντες εν τοσούτω, πανιερότατε δια τας πνευματικάς, και πατρικάς προς ημάς συμβουλάς σας, υποσημειούμεθα με βαθύτατον σέβας.
1801 Ιουλίου 10
Της υμετέρας πανιερότητος
τέκνα εν Χριστώ ευπειθή
οι προεστώτες, και άπας ο λαός της Πάργας
Ο Ιερόθεος, απτόητος, θα στείλει και μια δεύτερη επιστολή στον Χρύσανθο, με την οποία του ζητά να καταδώσει τους Παργιανούς που βοηθούν τους Σουλιώτες (και πάλι «διά το καλόν του»)…
Αδελφέ, άγιε Παραμυθίας.
Ήξευρε ότι ο αδελφός του Κακοϊωσήφ (σ.σ.: μοναχός που εξόρισαν οι Παργινοί και βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Αλί Πασά) ήλθεν εις τον εφέντη μας, και τον επαρεκάλεσεν διά τον αδελφόν του, και μ’ επρόσταξεν, όθεν αν έλθη να προσπέση και τον συμπαθήσης, και να μας γράψης. Αν θέλης όμως και να τον εξορίσω, και να κόψω και τα μαλλιά του, να με γράψης καταλεπτώς μόνος σου μυστικά πόθεν επαρακινήθησαν οι Παργινοί να βοηθούν τους Σουλιώτας, και πόσην βοήθειαν τους έδωκαν, και τι και τι, και τους σκοπούς των Παργινών, και των Σουλιωτών. Μουτλάκ (σ.σ.: τούρκικη[!] λέξη) κάθε τι να με ιδεάσης, διά να ημπορέσω ύστερον να σε διαφεντεύω, και να μην χαθής, αγκαλιά εδώ όλα τα μανθάνομεν μα θέλω να με τα γράψης διά το καλόν σου.
1801 Σεπτεμβρίου 7, Ιωάννινα
Ο Ιωαννίνων Ιερόθεος
Όλα αυτά τα κείμενα και κυρίως οι ανθελληνικές (και συνάμα φιλοτουρκικές) ενέργειες του Ιερόθεου και των άλλων ρασοφόρων προδοτών, είναι «ανύπαρκτα» για την σύγχρονη ελληνική ιστορία κι ως εκ τούτου δεν διδάσκονται στα σχολεία (έστω και σαν απλή αναφορά), γιατί θα χαλάσει την «σούπα» του «εθνοσωτήριου» ρόλου της Εκκλησίας στην Επανάσταση, καθώς και του περίφημου «Ελληνοχριστιανισμού».
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=3647#ixzz1HXKFawLT
«Ελληνική Νομαρχία» (Ανωνύμου του Έλληνος)
Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιερόθεος, αποτελεί ένα από τα πιο «λαμπρά» παραδείγματα φιλοτουρκισμού, ώστε να μπορεί να καθίσει επάξια δίπλα σε άλλες «εθνοσωτήριες» μορφές της Εκκλησίας, όπως τον Γρηγόριο Ε’, τον Άνθιμο ΣΤ’, τον Αγαθάγγελο Α’ (όλοι τους πατριάρχες) και αρκετές ακόμη. Ήταν τόσο στενή η «συνεργασία» του με τον Αλί Πασά, ώστε που και που ξεχνιόταν(;) και χρησιμοποιούσε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο («ημείς»). Ο απώτερος σκοπός του Ιερόθεου, στα πλαίσια της «συνεργασίας» του με τον Αλί Πασά, ήταν η καθυπόταξη των Σουλιωτών κι όλων όσων διανοήθηκαν να σηκώσουν κεφάλι στον «κραταιοτάτο Σουλτάνο».
Ως κλασικό παράσιτο, ζει άνετα και πλουσιοπάροχα, από το υστέρημα του «ποιμνίου» του, όπως και πλείστοι «ποιμένες» της εποχής. Κι ενώ οι ραγιάδες ζουν στην εξαθλίωση και στην ανέχεια, όπως μας πληροφορεί και ο «Ανώνυμος» της «Ελληνικής Νομαρχίας», οι ρασοφόροι αρχιερείς «Τρώγοσι καὶ πίνοσι ὡς χοῖροι. Κοιμῶνται δεκατέσσαρας ὥρας τὴν νύκτα καὶ δύο ὥρας μετὰ τὸ μεσημέρι. Λειτουργοῦσι δύο φορὰς τὸν χρόνον, καὶ ὅταν δὲν τρώγωσι, δὲν πίνωσι, δὲν κοιμῶνται, τότε κατεργάζονται τὰ πλέον ἀναίσχυντα καὶ οὐτιδανὰ ἔργα, ὁποὺ τινὰς ἠμπορεῖ νὰ στοχασθῇ. Καὶ οὕτως εἰς τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς τὴν ἰδίαν ἀκρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ τοῦ λαοῦ εἶναι πρὸς αὐτοὺς τόσοι ζέφυρες», ενώ για τον Ιερόθεο γίνεται πιο συγκεκριμένος: «εἰς τὸ πρόγευμα τρώγει δύο ὀκάδες γιαούρτι, καὶ εἰς τὸ δειλινὸν μισὴν ὀκᾶ σαρδέλας ξεκοκκαλισμένας, τὰς ὁποίας τρώγει μὲ τὸ χουλιάρι».
Φυσικό θα ήταν να μην έχει και ιδιαίτερες αναστολές στον αφορισμό των επαναστατών ραγιάδων, ένας άνθρωπος που είχε τους αφορισμούς «ψωμοτύρι», για πολύ πιο ασήμαντους λόγους. Οι αφορισμοί μάλιστα ήταν τόσο συχνοί, όπως μας πληρηφορεί και πάλι ο «Ανώνυμος» της «Ελληνικής Νομαρχίας», ώστε «…ἤθελαν νομισθῇ εὐχαὶ τῆς λειτουργίας ἀπὸ κανένα ἀλλογενῆ. Τόσον εἶναι συχνοί, καὶ σχεδὸν κάθε Κυριακὴν εἰς κάθε ἐκκλησίαν ἀναγινώσκονται δύο καὶ τρεῖς ἀφορισμοί, πάντοτε δὲ διὰ οὐτιδανωτάτας διαφοράς, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον διὰ δύο ἢ τριῶν γροσίων ὑπόθεσιν».
Τις προδοτικές ενέργειες του Ιερόθεου, τις πληροφορούμαστε, πιο λεπτομερώς, από το βιβλίο του ιστορικού και αγωνιστή της Επανάστασης, Χριστόφορου Περραιβού, «Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας». Ο Περραιβός μάλιστα, δεν υπέγραψε τις πρώτες εκδόσεις του βιβλίου (1803 και 1815) (υπέγραψε ως «ΒΥΚ ΨΟ ΨΞΗ ΛΑ ΑΩΚΑ»), φοβούμενος διώξεις και αντίποινα από το θρησκευτικό ιερατείο (όπως ομολόγησε στην έκδοση του 1857).
Ο Ιερόθεος, γνώριζε ότι οι κάτοικοι της Πάργας, βοηθούσαν και τροφοδοτούσαν τους εξεγερμένους Σουλιώτες. Έτσι ως «άγρυπνος ποιμήν» που «χρεωστεί να προφυλάττη πάντοτε τα πρόβατά του από κρημνούς, βράχους και άγρια θηρία», έστειλε μια επιστολή στους προεστούς της Πάργας, με την οποία τους «εσυμβούλευε» να «μην δίδουν καμμίαν βοήθειαν» στους «κακούργους Σουλιώτας». Τους προειδοποιεί δε, πως αν παραμείνουν «αμετανόητοι», τότε ο Θεός θα τους «παιδεύση διά την παρακοήν» τους, φροντίζοντας παράλληλα να τους υπενθυμίσει και την τύχη του Ρήγα Φεραίου.
Θαυμάστε τον… Είναι απλά «συγκλονιστικός»…
Ευγενείς προεστώτες και λοιποί κάτοικοι της Πάργας, σας εύχομαι και σας ευλογώ πατρικώς.
Ένας καλός και άγρυπνος ποιμήν χρεωστεί να προφυλάττη πάντοτε τα πρόβατά του από κρημνούς, βράχους και άγρια θηρία, και τότε τα κερδίζει και τα χαίρεται· και εγώ λοιπόν ως καλός ποιμήν των λογικών μου προβάτων χρεωστώ να προφυλάττω αυτά πάντοτε από πάσαν βλάβην και απώλειαν· και άλλοτε σας έγραψα, και προφορικώς, όταν απέρασα από την πατρίδα σας, ωμίλησα και σας εσυμβούλευσα πνευματικώς και πατρικώς να τραβήξετε χέρι από τους Σουλιώτας, να μη τους δίδετε καμμίαν βοήθειαν, ούτε εις τον τόπον σας να τους δέχησθε, επειδή είναι κακούργοι και φερμανλίδες (σ.σ.: επικηρυγμένοι) από το δοβλέτι, και όποιος δέχεται τοιούτους κακούργους πίπτει και αυτός εις την ιδίαν οργήν του υψηλού δοβλετίου, και εις το τέλος αφανίζεται από το πρόσωπον της γης.
Σεις όμως, ή από ανοησίαν σας ή ισχυρογνωμίαν σας ή ξένας κακάς συμβουλάς παρακινούμενοι, δεν εδώκατε ποτέ ακρόασιν και κλίσιν εις τας πατρικάς και σωτηριώδεις δια την πατρίδα σας νουθεσίας μου· ακούτε και ακολουθάτε, ως μανθάνω, τας συμβουλάς του Περραιβού, ο οποίος σας απατά, δεν ηξεύρετε, ότι αυτός με κάποιον Ρήγαν Θεσσαλόν (σ.σ.: εννοεί τον Ρήγα Φεραίο) και άλλους μερικούς παρομοίους λογιωτάτους συνεννοημένοι με τους Φραντζέζους εσκόπευον να κάμνουν επανάστασιν κατά του κραταιοτάτου Σουλτάνου; Αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός τούς επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον, οπού τους έπρεπε, μόνος δε ο Περραιβός εσώθη δια τας ιδικάς σας αμαρτίας· λοιπόν, αν θέλητε την σωτηρίαν και ευτυχίαν σας, τραβάτε χέρι, ως προείπα, από την φιλίαν των Σουλιωτών και συμβουλάς του Περραιβού, και ζητήσατε το γρηγορώτερον την χάριν και σκέπην του υψηλοτάτου Βεζύρη (σ.σ.: Αλί Πασά), την οποίαν ελπίζω να την λάβετε, επειδή, όταν ιδώ την μετάνοιάν σας, θέλει προσπέσω εις τα γόνατά του να τον παρακαλέσω να συγχωρήση τα απερασμένα σφάλματά σας, οπού αρνηθήκατε την συμφωνίαν οπού εκάμετε με την υψηλότητά του, και είμαι βέβαιος ότι δεν θα πέση κάτω ο ριτζάς μου (σ.σ.: παράκληση)· εάν όμως μείνητε αμετανόητοι, καθώς έως τώρα, τότε ο Θεός μέλλει να σας παιδεύση διά την παρακοήν σας, και το κρίμα των φαμελιών σας ας είναι εις τον λαιμόν σας και εις τούτον και εις τον άλλον κόσμον· εγώ το πνευματικόν και πατρικόν χρέος το έκαμα, όθεν δεν σας μένει πλέον κανένα παράπονον εναντίον μου και υγιαίνετε.
Ιωάννινα 1801, Ιουλίου 5
Ιερόθεος Μητροπολίτης Ιωαννίνων
και εν Χριστώ ευχέτης
Παράλληλα με την επιστολή που έστειλε στους Παργιανούς, ο Ιερόθεος φρόντισε να στείλει κι άλλη μία προς τον επίσκοπο Παραμυθιάς, Χρύσανθο, στην πνευματική δικαιοδοσία του οποίου ανήκε η Εκκλησία της Πάργας, με σκοπό να τους «συμβουλεύσει», αλλά και για να «προφυλάξει» τον εαυτόν του…
Θεοφιλέστατε Επίσκοπε Παραμυθίας, εν αγίω πνεύματι αγαπητέ αδελφέ και συλλειτουργέ κυρ Χρύσανθε χάρις είη σοι τη θεοφιλία και ειρήνη παρά Θεού.
Φαίνεται οι επαρχιώται σου οι Παργινοί πως έχασαν τον νου τους, και δεν ηξεύρουν τι κάμουν. Όθεν ιδού οπού τους γράφω δια να απέχουν από τους Σουλλιώτας, και να μη τους βοηθούν και με ανθρώπους και με βαρούτια και με ζαϊρέδες. Να τους συμβουλεύσης και η θεοφιλία σου, καθώς τους γράφω, διατί ύστερον, ό,τι ακολουθήση, ας όψονται. Μου κακοφαίνεται όμως, οπού κοντά εις αυτούς κακοπαθαίνεις ύστερον και η θεοφιλία σου.
Η δε του Θεού χάρις είη μετά σου.
1801 Ιουλίου 5 Ιωάννινα
Ο Ιωαννίνων Ιερόθεος
και εν Χριστώ αδελφός.
Ο Χρύσανθος, ο οποίος κρατούσε μια εντελώς διαφορετική στάση απέναντι στις επαναστατικές ενέργειες των Ελλήνων (αρκετοί συγγενείς του φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή και θανατώθηκαν), θέλοντας να τον αγνοήσει, απάντησε διπλωματικά ότι οι «συμβουλές» του δεν εισακούγονται. Οι δε Παργιανοί, συνέταξαν μια επιστολή με σαρκαστικό και ειρωνικό περιεχόμενο…
Πανιερώτατε Μητροπολίτα υικώς σας προσκυνούμεν.
Την σεβαστήν επιστολήν σας ελάβομεν, ηθέλαμεν βέβαια παραδεχθή τας συμβουλάς σας, εάν αύται ήσαν σύμφωνοι με τας περιστάσεις και συμφέροντα της πατρίδος μας. Ορθή τω όντι, και κατάλληλος η παραβολή του ποιμένος, την οποίαν μας προτείνετε, αλλ’ όταν ο ποιμήν πάσχη, κατά δυστυχίαν, από οφθαλμίαν, και βραδυποδίαν, πώς δύναται τότε, πανιερώτατε, να προφυλάξη τα πρόβατά του από κακοτοπίας, και άγρια θηρία; Μας συμβουλεύετε να μην δεχώμεθα, ούτε βοηθώμεν τους Σουλιώτας κακούργους όντας, ως λέγετε, και αποκεκηρυγμένους του δουβλετίου. Ημείς συμμαχίαν τινά, ή εταιρίαν μυστικήν ή φανεράν μ’ αυτούς δεν έχομεν, διό τους δεχόμεθα εις την πατρίδα μας όχι ως κακούργους και φερμανλίδας, αλλ’ ως υπερμάχους της πατρίδος των, και φορολογουμένους υπηκόους του Σουλτάνου, προς τους οποίους πωλούντες τα προϊόντα του τόπου μας ωφελούμεθα. Το αυτό σύστημα διατηρούμεν έκπαλαι και ήδη με τους λοιπούς του Οθωμανικού κράτους Τούρκους, και χριστιανούς, διότι δεν δυνάμεθα άλλως να πριζώμεθα τα προς το ζην αναγκαία.
Και ημάς αδικείτε, πανιερώτατε, και τον Περραιβόν συκοφαντείτε λέγοντες, ότι ακολουθούμεν αυτού, και ουχί της πανιερότητός σας τας συμβουλάς. Βεβαιωθήτε, ότι και ημείς πάντες γνωρίζομεν της πατρίδος τα συμφέροντα, και ο Περραιβός τα αυτά αισθήματα τρέφει. Όθεν ούτ’ αυτός ημάς απατά, ούτε ημείς παρ’ αυτού πλανώμεθα. Τον κατακρίνετε προς τούτοις, διότι συνέπραξε μετά του αοιδίμου Ρήγα, και άλλων, ως λέγετε, λογιωτάτων ομογενών κατά του Σουλτάνου. Η κατάκρισις αύτη υπάρχει, νομίζομεν, αντίχριστος, διότι οπόταν ο ίδιος Ιησούς Χριστός μας διδάσκει τρανώτατα λέγων: «Μάχου υπέρ πίστεως, και πατρίδος». Τις άρα φιλόχριστος, και φιλόπατρις τολμά έπειτα να καταδικάση του Ρήγα, και των συνεταίρων αυτού τας πράξεις; Ούτε της παρούσης εποχής, ούτε της ιδικής μας δυνάμεως έργον είνε, πανιερώτατε, να διακρίνωμεν τα εμβριθή αυτών αισθήματα, επ’ άλλων ευνοϊκών περιστάσεων του έθνους μας, η αμερόληπτος ιστορία μέλλει βέβαια να εξιχνιάση, και ευκρινήση τας πράξεις αυτών, και τα αποτελέσματα.
Οπαδοί λοιπόν όντες και ημείς πάντοτε, και εκτελεσταί του προμνησθέντος θείου ρητού, σας απαλλάττομεν εις το εξής, πανιερώτατε, από την προς τον υψηλότατον Βεζύρην, ως μας υπόσχεσθε, μεσιτείαν, και ικεσίαν σας υπέρ ημών, διότι αρκεί εις ημάς η σκέπη και εύνοια του υψηλού και κραταιού Δουβλετίου, την οποίαν σεβόμενοι, και διατηρούντες χρεωστικώς, δεόμενοι προς τούτοις του υψίστου υπέρ της μακροβιότητος και ευημερίας της Μεγαλειότητός του, δεν αμφιβάλλομεν, ότι θα σκέπει, και διατηρεί ημάς πάντοτε ως πιστούς υπηκόους, και ευπειθή τέκνα του.
Ευγωμονούντες εν τοσούτω, πανιερότατε δια τας πνευματικάς, και πατρικάς προς ημάς συμβουλάς σας, υποσημειούμεθα με βαθύτατον σέβας.
1801 Ιουλίου 10
Της υμετέρας πανιερότητος
τέκνα εν Χριστώ ευπειθή
οι προεστώτες, και άπας ο λαός της Πάργας
Ο Ιερόθεος, απτόητος, θα στείλει και μια δεύτερη επιστολή στον Χρύσανθο, με την οποία του ζητά να καταδώσει τους Παργιανούς που βοηθούν τους Σουλιώτες (και πάλι «διά το καλόν του»)…
Αδελφέ, άγιε Παραμυθίας.
Ήξευρε ότι ο αδελφός του Κακοϊωσήφ (σ.σ.: μοναχός που εξόρισαν οι Παργινοί και βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Αλί Πασά) ήλθεν εις τον εφέντη μας, και τον επαρεκάλεσεν διά τον αδελφόν του, και μ’ επρόσταξεν, όθεν αν έλθη να προσπέση και τον συμπαθήσης, και να μας γράψης. Αν θέλης όμως και να τον εξορίσω, και να κόψω και τα μαλλιά του, να με γράψης καταλεπτώς μόνος σου μυστικά πόθεν επαρακινήθησαν οι Παργινοί να βοηθούν τους Σουλιώτας, και πόσην βοήθειαν τους έδωκαν, και τι και τι, και τους σκοπούς των Παργινών, και των Σουλιωτών. Μουτλάκ (σ.σ.: τούρκικη[!] λέξη) κάθε τι να με ιδεάσης, διά να ημπορέσω ύστερον να σε διαφεντεύω, και να μην χαθής, αγκαλιά εδώ όλα τα μανθάνομεν μα θέλω να με τα γράψης διά το καλόν σου.
1801 Σεπτεμβρίου 7, Ιωάννινα
Ο Ιωαννίνων Ιερόθεος
Όλα αυτά τα κείμενα και κυρίως οι ανθελληνικές (και συνάμα φιλοτουρκικές) ενέργειες του Ιερόθεου και των άλλων ρασοφόρων προδοτών, είναι «ανύπαρκτα» για την σύγχρονη ελληνική ιστορία κι ως εκ τούτου δεν διδάσκονται στα σχολεία (έστω και σαν απλή αναφορά), γιατί θα χαλάσει την «σούπα» του «εθνοσωτήριου» ρόλου της Εκκλησίας στην Επανάσταση, καθώς και του περίφημου «Ελληνοχριστιανισμού».
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=3647#ixzz1HXKFawLT
Η προδοσία των μοναχών της Μονής Βλατάδων και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430
Το 1430, η Θεσσαλονίκη πολιορκούνταν από ξηρά και θάλασσα, από τον σουλτάνο Μουράτ τον Β’ (πατέρας του Μωάμεθ του Πορθητή, ο οποίος 23 χρόνια αργότερα κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και πάλι με την συνεργασία των κληρικών), χωρίς αποτέλεσμα, καθώς οι κάτοικοι αντιστέκονταν με σθένος.
Απ’ την δύσκολη αυτή θέση, ανέλαβαν να τον βγάλουν οι καλόγεροι την Μονής Βλατάδων (Βλαταίων) που βρισκόταν εντός της πόλεως (στην άνω πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου όπως λέγεται, εκεί «δίδαξε» ο απόστολος Παύλος), λειτουργώντας σαν «πέμπτη φάλαγγα», παρακινούμενοι είτε από το «μπαξίσι» που έδινε ο σουλτάνος σε όποιον βοηθούσε να καταλάβει την πόλη, είτε -το πιθανότερον- διαισθανόμενοι πως αργά ή γρήγορα οι Οθωμανοί θα γινόταν κύριοι της πόλης και της περιοχής, οπότε θεώρησαν «φρόνιμο» να εξασφαλίσουν τα «κεκτημένα» τους προσφέροντας γη και ύδωρ για να μην θίξει ο σουλτάνος την περιουσία τους, είτε λόγω και των δύο.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Ο ανέκδοτος Κώδικας 161 της Χίου για τη σύνοδο της Φλωρεντίας, την άλωση από προδοσία της Θεσσαλονίκης το 1430, και τη μάχη της Βάρνας» (Νίκος Β. Κοσμάς), οι καλόγεροι της μονής Βλατάδων υπέδειξαν στον Μουράτ Β’ τους υπόγειους αγωγούς του υδραγωγείου της Θεσσαλονίκης, που βρίσκονταν στον Χορτιάτη, και του συνέστησαν να κόψει το νερό αν ήθελε η Θεσσαλονίκη να πέσει στα χέρια του σαν «ώριμο φρούτο»…
Αμή να ακούσετε πώς το επήρε (τη Θεσσαλονίκη) να θρηνήσετε μεγάλως. Το μέρος όπου έπινεν ο λαός της συμπρωτεύουσας, έρχετον απ’ έξω από τόπον όπου λέγεται του Χορτιάτη με σωληνάρια-αγωγούς και έμπαινεν από κάτω από την γην μέσα εις την Θεσσαλονίκην. Και ωσάν ήρθε αυτός ο Σουλτάνος και την επολέμα ήτον εις αδημονίαν μεγάλην, όπου δε ημπορούσε να την επάρη και έταζε χαρίσματα μεγάλα και δωρεάς, όποιος του δείξει να την επάρη. Και ως έμαθον τούτο οι καλόγεροι του μοναστηρίου των Βλαταίων, όπου είναι το μοναστήρι τους εις την καρδίαν της Θεσσαλονίκης, έγραψαν γράμμα μια νύχτα και το έριξαν από το μοναστήρι έξω εις τον Σουλτάνον Μουράτ Β’ γράφοντας και λέγοντας έτζι: «Ημείς οι δούλοι σου από το μοναστήρι των Βλαταίων προσκυνούμεν την αυθεντίαν σου και δεόμεθα του Θεού να σε βοηθήσεις να επάρης τούτο το κάστρον το περίφημον και άλλα πολλά και να σε ιδούμεν και βασιλέα στην Πόλη. Όμως δίδωμεν σου είδησιν ότι αν θέλεις να επάρης το κάστρον τούτο της Θεσσαλονίκης στείλε από το φουσάτον σου ανθρώπους εις του Χορτιάτη την περιοχήν όπου έρχεται απ’ εκεί το νερό εδώ μέσα στην πόλη μας και κόψε το νερό να μην τρέχει και πίνει ο λαός και στανικώς θέλουν παραδοθή και προσκυνήσουν».
Παρόμοια αναφέρονται και στο «Χρονικόν περί της των Τούρκων βασιλείας» (από το 1300 μέχρι το 1461), του Μέγα Λογοθέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Ιέρακος (16ος αιώνας). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, μετά την προδοσία των καλόγερων, οι Θεσσαλονικείς πιάστηκαν «σαν τα σπουργίτια σε παγίδα και σαν τα ορτύκια που λείπει η μάνα τους απ’ τη φωλιά»…
Αφ’ ου δε παρεγένετο σουλτάνος προς εκείνην και Θετταλούς εκύκλωσε τους όντας εν τη πόλει, ην απορία εν αυτώ μεγίστη περί ταύτης, ουδόλως γαρ ηδύνατο ελείν και εκπορθήσαι το άστυ το περιφανές τών Θετταλών το κλέος, ηθύμει δε και ήσχαλε κ’ ετήκετο μεγάλως.
Τότε τινές των μοναχών, λέγω, των ρακενδύτων εκ των Βλατέων της μονής εντός αυτού οικούντες, κατέγραψαν, εδήλωσαν άπαντα τω σουλτάνω, γράφουσι δε και λέγουσιν: «Ω κύριε σουλτάνε, ως ει σοί έστι βουλητόν άρξαι Θεσσαλονίκης, λαβείν και ταύτην και ημάς και πάντας τους εν πόλει, τους υδροχόους έκοψον σωλήνας Χορτιάτου, δίψn πιεζομένων δε πάντων και απορία, ακόντων τελεσθήσεται όπερ ποθείς γενέσθαι. Όρος Χορτιάτης εστί δε κείμενον υπέρ ταύτης, εξ ου τη πόλει άριστον ύδωρ ηδύ εισρέει».
Σουλτάνος oυv ακηκόως τούτο υπερησθείς τε επιχειρεί ως εν ταύτω τω πράγματι και έργω και ταύτην εχειρώσατο ως καλίαν στρουθίων, ως ορταλίχων φωλεόν άνευ μητρός μεινάντων, ήτοι αγάπης καθαράς μη ούσης εν τοις ένδον. Τότε τζαούσην φύλακα καθίστησι φυλάττειν τους εν μονή μονάζοντας προδώσαντας την πόλιν. Τζαούσης δε την σήμερον αυτ’ η μονή καλείται, ίνα μηδείς εκ του στρατού τους μοναχούς ταράξn, όθεν και ατελείς εισίν άχρι του νυν εκ Τούρκων, το έργο μνημονεύοντες των μοναχών το πάλαι.
Η Θεσσαλονίκη έπεσε στις 29 Μαρτίου 1430. Ο Μουράτ Β’ εξετίμησε αρκετά την πολύτιμη συνεργασία των καλόγερων, δίνοντας προνόμια στο μοναστήρι που ονομάστηκε και «Τσαούς Μοναστήρ» (παρεμπιπτόντως αξίζει ν’ αναφερθεί ότι η μονή χτίστηκε τον 14ο αιώνα πάνω σε ερείπια καταστραμμένου -απ’ τους χριστιανούς- αρχαιοελληνικού ναού), εξαιτίας της φρουράς (τσαούσηδες) που διέθεσε ο σουλτάνος για την προστασία των μοναχών. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, «τσαούσηδες» ορίζονταν από τον σουλτάνο, κάποιοι απ’ τους ίδιους τους καλόγερους για λογαριασμό των Τούρκων αξιωματικών, εξασφαλίζοντας έτσι την προστασία του μοναστηριού, με την δύναμη που έδινε ο οθωμανικός στρατιωτικός βαθμός.
Σύμφωνα τέλος και με τον ιστορικό Παύλο Καρολίδη («Ιστορία του ελληνικού έθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου), το στρατόπεδο του Μουράτ Β’, επισκέφθηκαν εκείνες τις ημέρες και οι καλόγεροι του Αγίου Όρους, προκειμένου να δηλώσουν υποταγή και να διασφαλίσουν κι αυτοί τα προνόμιά τους, διακρίνοντας την επικείμενη επικράτηση των Τούρκων: «Διαρκούσης της πολιορκίας της Θεσσαλονίκης ή μικρόν μετά την άλωσιν της πόλεως ταύτης ενεμφανίσθησαν εν τω στρατοπέδω του Μουράτ Β’ απεσταλμένοι των ιερών μονών του αγιωνύμου όρους Άθω και προσήνεγκον αυτώ την υποταγήν της ιερατικής αυτών πολιτείας. Ο Οθωμανός μονάρχης ευμενώς εδέξατο τους απεσταλμένους και ανεγνώρισε και επεκύρωσε πάντα τα δικαιώματα και προνόμια, ων απέλαυεν η ιερά πολιτεία επί των Ελλήνων αυτοκρατόρων».
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=3669#ixzz1HXIhPWCD
Απ’ την δύσκολη αυτή θέση, ανέλαβαν να τον βγάλουν οι καλόγεροι την Μονής Βλατάδων (Βλαταίων) που βρισκόταν εντός της πόλεως (στην άνω πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου όπως λέγεται, εκεί «δίδαξε» ο απόστολος Παύλος), λειτουργώντας σαν «πέμπτη φάλαγγα», παρακινούμενοι είτε από το «μπαξίσι» που έδινε ο σουλτάνος σε όποιον βοηθούσε να καταλάβει την πόλη, είτε -το πιθανότερον- διαισθανόμενοι πως αργά ή γρήγορα οι Οθωμανοί θα γινόταν κύριοι της πόλης και της περιοχής, οπότε θεώρησαν «φρόνιμο» να εξασφαλίσουν τα «κεκτημένα» τους προσφέροντας γη και ύδωρ για να μην θίξει ο σουλτάνος την περιουσία τους, είτε λόγω και των δύο.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Ο ανέκδοτος Κώδικας 161 της Χίου για τη σύνοδο της Φλωρεντίας, την άλωση από προδοσία της Θεσσαλονίκης το 1430, και τη μάχη της Βάρνας» (Νίκος Β. Κοσμάς), οι καλόγεροι της μονής Βλατάδων υπέδειξαν στον Μουράτ Β’ τους υπόγειους αγωγούς του υδραγωγείου της Θεσσαλονίκης, που βρίσκονταν στον Χορτιάτη, και του συνέστησαν να κόψει το νερό αν ήθελε η Θεσσαλονίκη να πέσει στα χέρια του σαν «ώριμο φρούτο»…
Αμή να ακούσετε πώς το επήρε (τη Θεσσαλονίκη) να θρηνήσετε μεγάλως. Το μέρος όπου έπινεν ο λαός της συμπρωτεύουσας, έρχετον απ’ έξω από τόπον όπου λέγεται του Χορτιάτη με σωληνάρια-αγωγούς και έμπαινεν από κάτω από την γην μέσα εις την Θεσσαλονίκην. Και ωσάν ήρθε αυτός ο Σουλτάνος και την επολέμα ήτον εις αδημονίαν μεγάλην, όπου δε ημπορούσε να την επάρη και έταζε χαρίσματα μεγάλα και δωρεάς, όποιος του δείξει να την επάρη. Και ως έμαθον τούτο οι καλόγεροι του μοναστηρίου των Βλαταίων, όπου είναι το μοναστήρι τους εις την καρδίαν της Θεσσαλονίκης, έγραψαν γράμμα μια νύχτα και το έριξαν από το μοναστήρι έξω εις τον Σουλτάνον Μουράτ Β’ γράφοντας και λέγοντας έτζι: «Ημείς οι δούλοι σου από το μοναστήρι των Βλαταίων προσκυνούμεν την αυθεντίαν σου και δεόμεθα του Θεού να σε βοηθήσεις να επάρης τούτο το κάστρον το περίφημον και άλλα πολλά και να σε ιδούμεν και βασιλέα στην Πόλη. Όμως δίδωμεν σου είδησιν ότι αν θέλεις να επάρης το κάστρον τούτο της Θεσσαλονίκης στείλε από το φουσάτον σου ανθρώπους εις του Χορτιάτη την περιοχήν όπου έρχεται απ’ εκεί το νερό εδώ μέσα στην πόλη μας και κόψε το νερό να μην τρέχει και πίνει ο λαός και στανικώς θέλουν παραδοθή και προσκυνήσουν».
Παρόμοια αναφέρονται και στο «Χρονικόν περί της των Τούρκων βασιλείας» (από το 1300 μέχρι το 1461), του Μέγα Λογοθέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Ιέρακος (16ος αιώνας). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, μετά την προδοσία των καλόγερων, οι Θεσσαλονικείς πιάστηκαν «σαν τα σπουργίτια σε παγίδα και σαν τα ορτύκια που λείπει η μάνα τους απ’ τη φωλιά»…
Αφ’ ου δε παρεγένετο σουλτάνος προς εκείνην και Θετταλούς εκύκλωσε τους όντας εν τη πόλει, ην απορία εν αυτώ μεγίστη περί ταύτης, ουδόλως γαρ ηδύνατο ελείν και εκπορθήσαι το άστυ το περιφανές τών Θετταλών το κλέος, ηθύμει δε και ήσχαλε κ’ ετήκετο μεγάλως.
Τότε τινές των μοναχών, λέγω, των ρακενδύτων εκ των Βλατέων της μονής εντός αυτού οικούντες, κατέγραψαν, εδήλωσαν άπαντα τω σουλτάνω, γράφουσι δε και λέγουσιν: «Ω κύριε σουλτάνε, ως ει σοί έστι βουλητόν άρξαι Θεσσαλονίκης, λαβείν και ταύτην και ημάς και πάντας τους εν πόλει, τους υδροχόους έκοψον σωλήνας Χορτιάτου, δίψn πιεζομένων δε πάντων και απορία, ακόντων τελεσθήσεται όπερ ποθείς γενέσθαι. Όρος Χορτιάτης εστί δε κείμενον υπέρ ταύτης, εξ ου τη πόλει άριστον ύδωρ ηδύ εισρέει».
Σουλτάνος oυv ακηκόως τούτο υπερησθείς τε επιχειρεί ως εν ταύτω τω πράγματι και έργω και ταύτην εχειρώσατο ως καλίαν στρουθίων, ως ορταλίχων φωλεόν άνευ μητρός μεινάντων, ήτοι αγάπης καθαράς μη ούσης εν τοις ένδον. Τότε τζαούσην φύλακα καθίστησι φυλάττειν τους εν μονή μονάζοντας προδώσαντας την πόλιν. Τζαούσης δε την σήμερον αυτ’ η μονή καλείται, ίνα μηδείς εκ του στρατού τους μοναχούς ταράξn, όθεν και ατελείς εισίν άχρι του νυν εκ Τούρκων, το έργο μνημονεύοντες των μοναχών το πάλαι.
Η Θεσσαλονίκη έπεσε στις 29 Μαρτίου 1430. Ο Μουράτ Β’ εξετίμησε αρκετά την πολύτιμη συνεργασία των καλόγερων, δίνοντας προνόμια στο μοναστήρι που ονομάστηκε και «Τσαούς Μοναστήρ» (παρεμπιπτόντως αξίζει ν’ αναφερθεί ότι η μονή χτίστηκε τον 14ο αιώνα πάνω σε ερείπια καταστραμμένου -απ’ τους χριστιανούς- αρχαιοελληνικού ναού), εξαιτίας της φρουράς (τσαούσηδες) που διέθεσε ο σουλτάνος για την προστασία των μοναχών. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, «τσαούσηδες» ορίζονταν από τον σουλτάνο, κάποιοι απ’ τους ίδιους τους καλόγερους για λογαριασμό των Τούρκων αξιωματικών, εξασφαλίζοντας έτσι την προστασία του μοναστηριού, με την δύναμη που έδινε ο οθωμανικός στρατιωτικός βαθμός.
Σύμφωνα τέλος και με τον ιστορικό Παύλο Καρολίδη («Ιστορία του ελληνικού έθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου), το στρατόπεδο του Μουράτ Β’, επισκέφθηκαν εκείνες τις ημέρες και οι καλόγεροι του Αγίου Όρους, προκειμένου να δηλώσουν υποταγή και να διασφαλίσουν κι αυτοί τα προνόμιά τους, διακρίνοντας την επικείμενη επικράτηση των Τούρκων: «Διαρκούσης της πολιορκίας της Θεσσαλονίκης ή μικρόν μετά την άλωσιν της πόλεως ταύτης ενεμφανίσθησαν εν τω στρατοπέδω του Μουράτ Β’ απεσταλμένοι των ιερών μονών του αγιωνύμου όρους Άθω και προσήνεγκον αυτώ την υποταγήν της ιερατικής αυτών πολιτείας. Ο Οθωμανός μονάρχης ευμενώς εδέξατο τους απεσταλμένους και ανεγνώρισε και επεκύρωσε πάντα τα δικαιώματα και προνόμια, ων απέλαυεν η ιερά πολιτεία επί των Ελλήνων αυτοκρατόρων».
Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=3669#ixzz1HXIhPWCD
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)